Το άρθρο γράφτηκε στις 8 Οκτωβρίου, δηλαδή στις αρχές του νέου πολέμου στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ μεταξύ Δημοκρατίας του Αρτσάχ (του αυτόνομου κράτους των Αρμένιων στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ που αναγνωρίζεται μόνο από την Αρμενία) και Αζερμπαϊτζάν. Αυτός ο πόλεμος που διήρκησε ενάμιση μήνα (27 Σεπτεμβρίου μέχρι 10 Νοεμβρίου που υπογράφηκε η συμφωνία ανακωχής) κερδήθηκε από το Αζερμπαϊτζάν, το οποίο ανέκτησε εδάφη που είχε χάσει στον πόλεμο του 1989-1994, εξαιτίας της υποστήριξής του από την Τουρκία και τους Τουρκμένους τζιχαντιστές από τη Συρία που στάλθηκαν από την Τουρκία στο Αζερμπαϊτζάν. Επίσης, σε αυτό τον πόλεμο, οι πολιτοφύλακες του Αρτσάχ και οι Αρμένιοι στρατιώτες έχασαν γρήγορα το ηθικό τους και υποχώρησαν επειδή υπερασπίζονταν περιοχές του Ναγκόρνο-Καραμπάχ που πριν από τον πόλεμο του 1994 κατοικούνταν από Αζέρους, οι οποίοι τις εγκατέλειψαν όταν κατελήφθησαν από τους Αρμένιους και αυτές οι περιοχές είτε είχαν ερημωθεί για δεκαετίες είτε είχαν μετεγκατασταθεί εκεί Αρμένιοι από άλλες περιοχές για να τις ομογενοποιήσουν εθνικά. Αυτός ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για την ήττα του Αρτσάχ και τη νίκη του Αζερμπαϊτζάν.
[Source]
Η σύγκρουση που ξέσπασε μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν είναι η αιματηρή κληρονομιά της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης και της επαναφοράς του καπιταλισμού. Αυτός είναι ένας βάρβαρος και αντιδραστικός πόλεμος από όλες τις πλευρές. Όλες οι δυνάμεις που παρεμβαίνουν στη σύγκρουση ισχυρίζονται ότι είναι τα θύματα, αλλά τα μόνα πραγματικά θύματα είναι οι εργάτες και τα φτωχά λαϊκά στρώματα και των δύο χωρών που πληρώνουν με το αίμα τους τα κυνικά και αντιδραστικά παιχνίδια των ηγετών τους. Μόνο ο διεθνισμός και η ταξική πάλη μπορούν να κατευθύνουν τους εργάτες ενάντια στους πραγματικούς εχθρούς τους: τη δική τους κυρίαρχη καπιταλιστική τάξη.
Ένας νέος γύρος αιματηρής αντιπαράθεσης στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, μας θυμίζει ότι η ιστορία δεν είναι μέρος ενός αφηρημένου παρελθόντος, αλλά μιας πραγματικότητας που μας συνοδεύει καθημερινά.
Τη δεκαετία του 1980, ο εθνικισμός και η προπαγάνδα του μίσους χρησιμοποιήθηκαν ως πολιορκητικός κριός από τις γραφειοκρατικές κλίκες της Γιουγκοσλαβίας και της ΕΣΣΔ για να παλέψουν με σκοπό να αποκτήσουν την εξουσία και την ιδιοκτησία σε συγκεκριμένες Δημοκρατίες. Το ίδιο συνέβη και με την περίπτωση του Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Η γένεση της σύγκρουσης
Ο ένοπλος αγώνας για το Καραμπάχ έχει βαθιές ρίζες. Για πολλούς αιώνες, αυτή η περιοχή υπήρξε ένας τόπος ειρηνικής συνύπαρξης αρμενικών, αζερικών και κουρδικών κοινοτήτων. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα η αποδυναμωμένη Περσία βρέθηκε υπό την πίεση του ρωσικού ιμπεριαλισμού και έχασε αυτήν την περιοχή στον πόλεμο του 1826-28. Οι λαοί του Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας έγιναν διαπραγματευτικά πιόνια στον αγώνα της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ηγεμονία. Ταυτόχρονα όμως στην περιοχή ζυμώνονταν αντίθετες διεργασίες. Από τη μία πλευρά, στις πόλεις, και κυρίως στο μεγαλύτερο βιομηχανικό κέντρο του Υπερκαυκάσου, το Μπακού, σε ένα προλεταριακό περιβάλλον, πραγματοποιούταν η ανάμειξη του πληθυσμού και η διάλυση των εθνικών ομάδων και πολιτισμών, ενώ από την άλλη, στην ύπαιθρο, η εδαφική οριοθέτηση άρχισε να χαράζεται πάνω σε εθνικές γραμμές.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία εκείνη την εποχή αποκαλούταν ο «Ασθενής της Ευρώπης», βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Το εθνικό απελευθερωτικό κίνημα εντάθηκε πολύ, τόσο στα Βαλκάνια όσο και στα Ανατολικά της αυτοκρατορίας, στην ευρύτερη περιοχή της Αρμενίας. Ένας από τους ηγέτες αυτού του πολέμου ήταν και ο Αντράνικ Οζανιάν, τον οποίο ο Τρότσκι αποκάλεσε σε μια από τις πρώτες του αναφορές ως «ήρωα ενός τραγουδιού και ενός θρύλου». Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία, επιπλέον, συμμετείχε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο του 1914, πολέμησε με τις πιο βάναυσες μεθόδους την αρμενική μειονότητα. Το 1909, προέβη στη σφαγή της Κιλικίας, ενώ το 1915 ένα τεράστιο ποσοστό του αρμενικού πληθυσμού της αυτοκρατορίας δολοφονήθηκε κατά τη γενοκτονία που οργάνωσαν οι Νεότουρκοι.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι Αρμένιοι πρόσφυγες από την Τουρκία και την Περσία κατοικούσαν στις βραχώδεις πλαγιές των Αρμενικών Υψιπέδων, γεγονός που οδήγησε σε μετατόπιση της εθνικο-θρησκευτικής ισορροπίας στην περιοχή και δημιούργησε μια εκρηκτική κατάσταση.
Οι ηγέτες της Οκτωβριανής Επανάστασης ήξεραν πώς να λύσουν αυτό το πρόβλημα. Ο Τρότσκι, ο οποίος παρακολούθησε με τα μάτια του πώς οι λαοί των Βαλκανίων που ζούσαν μαζί για αιώνες άρχισαν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον, υπέβαλε το σύνθημα της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας των λαών των Βαλκανίων, το οποίο ήταν πλήρως εφαρμοστέο στον Καύκασο και την Υπερκαυκασία. Το πολυεθνικό προλεταριάτο του Μπακού δημιούργησε την Κομμούνα του Μπακού, με επικεφαλής 26 κομισάριους του Μπακού, μεταξύ των οποίων ήταν ο Αρμένιος Σαουμιάν, ο Γεωργιανός Ντζαπαριντζέ και ο Αζέρος Λαϊκός Επίτροπος Αγροτικών Υποθέσεων Βεζίροφ. Καθ’ όλη τη σύντομη ιστορία της, η Κομμούνα πολέμησε με επιτυχία τις προσπάθειες των αστών εθνικιστών να πυροδοτήσουν έναν πόλεμο μεταξύ των διαφορετικών εθνών στην Υπερκαυκασία.
Τον Αύγουστο του 1918, το Μπακού καταλήφθηκε από Βρετανούς εισβολείς, οι οποίοι έσπευσαν να εκμεταλλευτούν τις πετρελαιοπηγές του. Οι επίτροποι του Μπακού συνελήφθησαν από τις μαριονέτες των Βρετανών, δηλαδή τους Σοσιαλεπαναστάτες και τους Μενσεβίκους από την Κεντρική Κασπία. Φυσικά, οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές δεν ενδιαφέρθηκαν για τη μοίρα των λαών στον Υπερκαύκασο και ακολούθησαν την αγαπημένη τους τακτική, το «διαίρει και βασίλευε». Ήδη στις 14 Σεπτεμβρίου το Μπακού καταλήφθηκε από τον τουρκικό στρατό και άρχισαν στην πόλη πογκρόμ και σφαγές αμάχων Αρμενίων.
Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν να ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν που διήρκησε από το 1918 έως το 1920, στον οποίο οι επιθέσεις και η εθνοκαθάρσεις ήταν πρακτική και των δύο πλευρών, παρά τις άκαρπες ειρηνευτικές διασκέψεις που διοργάνωσαν οι βρετανικές και αμερικανικές «ειρηνευτικές δυνάμεις». Ως αποτέλεσμα του πολέμου, ορισμένες περιοχές της Νότιας Υπερκαυκασίας, αλλά πάνω απ’ όλα το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, έγιναν πεδίο για τον εδαφικό διαχωρισμό των Αζέρων και των Αρμενίων σε ολόκληρη την περιοχή.
Ο πόλεμος έληξε το καλοκαίρι του 1920, όταν ο Κόκκινος Στρατός εισήλθε στην Υπερκαυκασία και τελικά απομακρύνθηκαν από την εξουσία και οι δυο αντιμαχόμενες πλευρές (Μουσαβατιστές και Ντασνάκοι). Ωστόσο, η κατάσταση αποδείχθηκε πολύ πιο περίπλοκη απ’ ότι το 1916. Χρόνια πολέμων και εθνοκάθαρσης όχι μόνο δημιούργησαν εχθρότητα μεταξύ των λαών, αλλά και τους διαίρεσαν γεωγραφικά. Το 1922, οι πατέρες της Ομοσπονδιακής Ένωσης Σοσιαλιστικών Σοβιετικών Δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας αντιμετώπισαν ένα δύσκολο έργο να μετατρέψουν το συνονθύλευμα που επικρατούσε στη Σοβιετική Υπερκαυκασία σε ομοσπονδία.
Η ιδέα του Λένιν και του Τρότσκι ήταν απολύτως σωστή, αλλά η πρακτική εφαρμογή αυτού του έργου, για το οποίο ήταν υπεύθυνος ο Λαϊκός Επίτροπος για τις Εθνότητες, Ιωσήφ Στάλιν, ήταν αμφισβητήσιμη. Προφανώς, τόσο υποκειμενικοί παράγοντες όσο και η πίεση από τον «φίλο» της ΕΣΣΔ και ηγέτη της Τουρκικής Δημοκρατίας, Μουσταφά Κεμάλ, έπαιξαν ρόλο. Ως αποτέλεσμα, λοιπόν, διαφόρων συμφωνιών και συμβιβασμών, η Αυτόνομη Περιφέρεια Ναγκόρνο-Καραμπάχ, που κατοικούταν κυρίως από Αρμένιους, έγινε μέρος του Αζερμπαϊτζάν.
Στα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας, αυτό δεν αποτέλεσε πρόβλημα. Ωστόσο, καθώς προχώρησε ο γραφειοκρατικός εκφυλισμός της ΕΣΣΔ, η γραφειοκρατική ελίτ του Αζερμπαϊτζάν, στην οποία έχανε θέση όλο και περισσότερο ο Μαρξισμός και κέρδιζε όλο και περισσότερο ο εθνικισμός, άρχισε να ακολουθεί μια πολιτική πολιτιστικών και πολιτικών διακρίσεων κατά του αρμενικού πληθυσμού του Ναγκόρνο-Καραμπαχ. Φυσικά, αυτό προκάλεσε έντονη αντίδραση από την ηγεσία της Αρμενίας και έτσι, στην αρχή ο Χρουστσόφ και αργότερα ο Μπρέζνιεφ, αναγκάστηκαν να ενεργήσουν ως μεσολαβητές αυτών των συγκρούσεων.
Η Γκλασνόστ (η περίοδος του «ανοίγματος» στη Δύση) έγινε μια από τις πρώτες και πιο ορατές εκδηλώσεις της Περεστρόικα του Γκορμπατσώφ (η «αναδιάρθρωση», που επιτάχυνε την κατάρρευση της ΕΣΣΔ). Από τη Σταλινική οπτική γωνία, ήταν η Γκλασνόστ και η συνεπακόλουθη αύξηση της εθνικής συνείδησης που προκάλεσαν τις αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των εθνοτήτων. Στην πραγματικότητα, αυτές προκλήθηκαν από την απόλυτη καταφρόνηση των συμφερόντων του εργαζόμενου λαού και την πολιτική της γραφειοκρατίας. Έτσι, στο Στεπανακέρτ, όπου πάνω από το 80% του πληθυσμού αποτελούταν από Αρμένιους, η τηλεόραση εξέπεμπε από το Μπακού όλη την ημέρα στα… αζερικά. Μπορεί να φανταστεί κάποιος τι είδους εκνευρισμό προκάλεσε αυτό στα έτη 1987 και 1988, όταν ολόκληρη η χώρα έβλεπε δημόσιες και πολιτικές εκπομπές.
Αλλά ακόμη και τότε, οι εσωτερικές εθνικές συγκρούσεις θα μπορούσαν να επιλυθούν ειρηνικά. Δυστυχώς, η κομματική-οικονομική γραφειοκρατία εκείνη την περίοδο ασχολούταν με το πώς θα χωρίσει την ΕΣΣΔ σε δικές της συγκεκριμένες σφαίρες επιρροής. Σε απάντηση των ειρηνικών διαδηλώσεων που διοργανώθηκαν στην περιοχή, τα ηγετικά στελέχη του κόμματος οργάνωσαν συμμορίες πογκρομιστών. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, ήταν αιματηρά πογκρόμ στο Σουμγκάιτ και ένας νέος γύρος εθνικών συγκρούσεων. Μετά το 1988, οι εθνικές συγκρούσεις στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ δεν υποχώρησαν. Τα σύνορα της Αυτόνομης Περιοχής του Ναγκόρνο-Καραμπάχ μετατράπηκαν σε πρώτη γραμμή πολεμικού μετώπου, και με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991, η ένοπλη σύγκρουση έγινε επίσημα ένας πόλεμος μεταξύ των ανεξάρτητων πλέον κρατών του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας, ο οποίος διήρκεσε περισσότερο από έξι χρόνια συνολικά. Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου, περίπου 40.000 άνθρωποι πέθαναν και εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες έγιναν πρόσφυγες.
Ένας νέος γύρος
Ο πόλεμος αυτός ξεκίνησε ξανά στις 27 Σεπτεμβρίου αυτού του χρόνου, όταν το Αζερμπαϊτζάν πραγματοποίησε μια μεγάλη επίθεση με βαρύ πυροβολικό, άρματα μάχης και πολεμικά αεροπλάνα εναντίον του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Τόσο το Μπακού όσο και το Ερεβάν βομβάρδισαν μεγάλες πόλεις και εκτιμάται ότι τα θύματα μεταξύ των αμάχων είναι εκατοντάδες.
Ο στρατιωτικός αναλυτής Λεονίντ Νερσισιάν είπε στην εφημερίδα «Nezavisimaya Gazeta» την περασμένη εβδομάδα ότι η ένταση των μαχών είναι άνευ προηγουμένου και ότι οι στρατιωτικές απώλειες που υπέστησαν σε μια μέρα έχουν ήδη ξεπεράσει αυτές του πολέμου του 1992-1994.
Σε ομιλία προς τον λαό στις 4 Οκτωβρίου, ο Πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν Ιλχάμ Αλίγιεφ δήλωσε ότι η χώρα του δεν θα σταματήσει την επίθεσή της, έως ότου η Αρμενία συμφωνήσει επισήμως να αποσύρει τα στρατεύματά της από το Αζερμπαϊτζάν. Απαίτησε επίσης να δοθεί δημόσια «συγγνώμη» από την Αρμενία.
Το Ιράν ανακοίνωσε ένα σχέδιο ειρήνης τη Δευτέρα, παρουσιάζοντας την κυβέρνησή του ως μεσολαβητή μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων μερών. Ωστόσο, ο ρωσικός τύπος ανέφερε ότι το Μπακού και η Τουρκία, που υποστηρίζει το Αζερμπαϊτζάν, ετοιμάζονται για έναν παρατεταμένο πόλεμο, στον οποίο η Ρωσία και το Ιράν ενδέχεται να εμπλακούν στο μέλλον. Η Ρωσία έχει μια σημαντική στρατιωτική βάση στο Γκιουμρί (η 102η στρατιωτική βάση) και σοβαρά οικονομικά συμφέροντα στην Αρμενία, έτσι ένα τέτοιο σενάριο είναι πιθανό να πραγματοποιηθεί.
Ιμπεριαλιστικά συμφέροντα στην περιοχή
Ο πόλεμος έχει σοβαρές συνέπειες για την Ευρώπη, τη Ρωσία και τη Μέση Ανατολή, καθώς περιπλέκεται άμεσα με τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, οι οποίες τροφοδοτήθηκαν από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις τις τελευταίες δεκαετίες.
Λόγω της γεωγραφικής του θέσης ως γέφυρα μεταξύ της Ευρώπης, της Μαύρης Θάλασσας και της Μέσης Ανατολής, ο πλούσιος ενεργειακά Καύκασος, υπήρξε από καιρό ένα καυτό πεδίο του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991, οι θρησκευτικές και εθνικές εντάσεις στην περιοχή, οι οποίες επί δεκαετίες κλιμακώνονταν υπό την εξουσία της σταλινικής γραφειοκρατίας, χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά από τους ιμπεριαλιστές, ειδικά τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους, για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους.
Ο Τούρκος Πρόεδρος Ερντογάν έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στην ανατροφοδότηση της στρατιωτικής σύγκρουσης. Μετά από μια μακρά περίοδο οικονομικής ανάπτυξης, η οικονομία της Τουρκίας εισήλθε σε μια περίοδο κρίσεων και στασιμότητας. Η τουρκική λίρα έχει υποτιμηθεί περισσότερο από τρεις φορές τα τελευταία πέντε χρόνια έναντι του δολαρίου των ΗΠΑ, γεγονός που οδήγησε σε πτώση του βιοτικού επιπέδου. Αυτό είναι συνέπεια της φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής του Ερντογάν, η οποία συνδέεται άρρηκτα με την επίσης δική του πολιτική και θρησκευτική ατζέντα του Ισλαμισμού και του Παντουρκισμού.
Κατά τη διάρκεια των ετών της οικονομικής ανάπτυξης, ο Ερντογάν κατάφερε να υπονομεύσει την άλλοτε ακλόνητη επιρροή του τουρκικού στρατού στην κοινωνία, αλλά τώρα η κατάσταση έχει αλλάξει. Ο Ερντογάν ψάχνει έναν τρόπο να συμφιλιωθεί με την ελίτ του στρατού. Λόγω του γεγονότος ότι ο τελευταίος μεγάλωσε στο αντι-ισλαμικό πνεύμα του Κεμαλισμού, ο Παντουρκισμός παραμένει το μόνο σημείο επαφής. Από εδώ προέρχεται και το προπαγανδιστικό σύνθημα «Ένας λαός – δύο χώρες».
Ο Ερντογάν χρειάζεται έναν «μικρό νικηφόρο πόλεμο», τον οποίο, φυσικά, θέλει να κάνει με τα χέρια κάποιου άλλου. Με μια τέτοια εξέλιξη, η νίκη θα πάει σ’ αυτόν και τους Τούρκους στρατηγούς που εδράζονται στο Μπακού, ενώ τα φέρετρα με τα σώματα των στρατιωτών θα πάνε στις μητέρες του Αζερμπαϊτζάν.
Και όχι μόνο στο Αζερμπαϊτζάν. Αναφορές ότι χιλιάδες Ισλαμιστές μισθοφόροι από τη Συρία και τη Λιβύη μεταφέρονται στην πλευρά του Αζερμπαϊτζάν επιβεβαιώθηκαν από τον Γάλλο Πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν, ο οποίος δήλωσε ότι Ισλαμιστές μαχητές διείσδυσαν στον Καύκασο μέσω της Τουρκίας.
Οι δηλώσεις του Λευκού Οίκου, προδίδουν την ασαφή στάση της Ουάσιγκτον σχετικά με τον πόλεμο. Η ταχεία κλιμάκωση του πολέμου στον Καύκασο συνέπεσε με αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «εβδομάδα χάους στον Λευκό Οίκο», όταν ο Τραμπ απειλούσε δημόσια μ’ ένα πραξικόπημα τον Νοέμβριο, που ακολουθήθηκε από τα νέα ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ και ορισμένοι αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου έχουν μολυνθεί από τον κοροναϊό.
Εν τω μεταξύ, υπάρχουν όλο και περισσότερες εκκλήσεις μέσα στη Γαλλία προς την κυβέρνηση για στήριξη της Αρμενίας.
Το Ιράν, όπως και η Ρωσία, αποφεύγει να πάρει μια ανοιχτή θέση, επιμένοντας σε διαπραγματεύσεις και κατάπαυση του πυρός. Σύμφωνα με ορισμένα ρωσικά μέσα ενημέρωσης, το αντι-αρμενικό αίσθημα αυξάνεται στο Ιράν, το οποίο έχει πληθυσμό 20 εκατομμυρίων Αζέρων, το ένα πέμπτο δηλαδή του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών ζει στο βόρειο Ιράν, το οποίο συνορεύει με το Αζερμπαϊτζάν. Εκτιμάται ότι 150.000 έως 300.000 Αρμένιοι ζουν επίσης στο Ιράν.
Τόσο η Τουρκία όσο και το Αζερμπαϊτζάν βαφτίζουν τον πόλεμο ως υπεράσπιση του μουσουλμανικού κόσμου και των μουσουλμανικών αξιών από την επίθεση της χριστιανικής Αρμενίας. Αυτή η τοποθέτηση δεν μπορεί παρά να προκαλέσει ενθουσιασμό στη Ρωσία, όπου οι λαοί που παραδοσιακά θεωρούνται «μουσουλμάνοι» αποτελούν ένα τεράστιο ποσοστό του πληθυσμού σε περιοχές όπως η περιοχή του Βόλγα και ο Βόρειος Καύκασος. Η μεγάλη αρμενική μειονότητα κατέχει επίσης εξέχουσα θέση στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας. Χωρίς αμφιβολία, ο βρυχηθμός των πυροβολισμών και των εκρήξεων στις πόλεις της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν δεν μπορεί παρά να αντηχεί στις συνομιλίες και τις σκέψεις των ανθρώπων στη Ρωσία (ειδικά εκείνων που έχουν συγγενείς και φίλους από τη μία ή την άλλη πλευρά).
Οι πολιτικές του Πούτιν δεν είναι λιγότερο υποκριτικές. Η Ρωσία είχε πάντα την πολιτική και στρατιωτική ικανότητα να επιλύει την κατάσταση στον Καύκασο. Αλλά για να διατηρηθεί η Αρμενία στη ζώνη της πολιτικής και οικονομικής της επιρροής, η σύγκρουση που σιγοκαίει είναι επωφελής για τον ρωσικό ιμπεριαλισμό. Σ’ αυτήν την κατάσταση, η Ρωσία εμφανίζεται ως ο μόνος «υπερασπιστής του αρμενικού λαού». Η παθητικότητα της Ρωσίας όμως τις τελευταίες εβδομάδες μπορεί να θεωρηθεί και σαν ένα είδος εκδίκησης εκ μέρους του Πούτιν προς τον Πασινιάν για την επανάσταση του 2018. Ο Πούτιν θέλει να δείξει με κάθε τόνο ότι οι λαοί που ανατρέπουν τους προέδρους τους, δεν μπορούν να βασίζονται στην προστασία του. Φαίνεται ότι ο Πούτιν συνεχίζει την παράδοση του Νικολάου Α’, ως ο «χωροφύλακας της Ευρώπης».
Προσπαθώντας να ακολουθήσει μια πιο προσεκτική γραμμή, το Κρεμλίνο μείωσε τις επίσημες δηλώσεις για κατάπαυση του πυρός και για διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Η εφημερίδα «Nezavisimaya Gazeta» αναφέρει ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν και ο υπουργός Εξωτερικών Λαβρόφ πήραν την κατάσταση στα χέρια τους και δεν θέλουν άλλοι αξιωματούχοι να παρέμβουν στις διαπραγματεύσεις.
Ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε από το thinktank «Russia in Global Affairs», του οποίου οι συγγραφείς είναι στενά συνδεδεμένοι με το Κρεμλίνο, τονίζει ότι ο πόλεμος στον Καύκασο ξέσπασε την πέμπτη επέτειο από την έναρξη της στρατιωτικής επέμβασης της Ρωσίας στον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία, της οποίας το έργο ήταν να συγκρατήσει την ισλαμική τρομοκρατία (στην πραγματικότητα το κυριότερο μέλημα της ήταν η προστασία των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων της Ρωσικής Ομοσπονδίας), αλλά τώρα ο πόλεμος βρίσκεται πολύ κοντά στα σύνορα της Ρωσίας.
Ο κύριος φόβος του Κρεμλίνου είναι ότι ο πόλεμος στα νότια σύνορά του, και ιδίως η παρουσία ισλαμιστών μαχητών, θα μπορούσε να αναζωπυρώσει παρατεταμένες εθνικές και θρησκευτικές συγκρούσεις εντός των συνόρων του. Βόρεια της Αρμενίας, στον κυρίως μουσουλμανικό Βόρειο Καύκασο, το Κρεμλίνο διεξήγαγε δύο αιματηρούς πολέμους ενάντια στο τσετσενικό αυτονομιστικό κίνημα μεταξύ 1994 και 2009. Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι ακόμη και ο Ραμζάν Καντίροφ, ο οποίος εξουσιάζει την Τσετσενία μέσω κρατικής τρομοκρατίας, δεν θα σκεφτεί να αλλάξει τη ρητορική του και την πίστη του σε μεταβαλλόμενες συνθήκες. Ταυτόχρονα, ο εμφύλιος πόλεμος στα ανατολικά της Ουκρανίας συνεχίζεται και παραμένει επικίνδυνος.
Η ρωσική ολιγαρχία, η οποία προέκυψε από τη σταλινική γραφειοκρατία που πρόδωσε την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και κατέστρεψε την ΕΣΣΔ, δεν έχει μια αξιόπιστη διέξοδο από την επερχόμενη καταστροφή.
Τι πρέπει να γίνει;
Για την εργατική τάξη, ο πόλεμος μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν αποτελεί τεράστιο κίνδυνο και από τις δύο πλευρές και ο συνεχιζόμενος πόλεμος παρέμεινε ως τώρα κεντρικός άξονας στην εξωτερική πολιτική και των δύο χωρών. Αυτό εκφράζεται, πρώτον στο γεγονός ότι η πολιτική ελίτ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν αποτελείται από ανθρώπους που έχουν εμπλακεί στη σύγκρουση ή είχαν άμεση σχέση με τη Δημοκρατία του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, όπως οι πρώην και σημερινοί πρωθυπουργοί της Αρμενίας. Και δεύτερον, στρατιωτική ρητορική χρησιμοποιείται για να δικαιολογηθούν κατασταλτικά κοινωνικά και πολιτικά μέτρα.
Ο μόνος τρόπος για να τερματιστεί αυτός ο πόλεμος και να αποφευχθεί η απειλή πολύ ευρύτερων εθνικών και στρατιωτικών συγκρούσεων είναι να παλέψουμε για τον σοσιαλισμό και τον προλεταριακό διεθνισμό. Αυτός ο αγώνας πρέπει να βασίζεται στα διδάγματα του αγώνα του Τροτσκισμού ενάντια στον Σταλινισμό.
Μόνο μια διεθνιστική επίλυση της σύγκρουσης, μέσω της δημιουργίας μιας σοσιαλιστικής ομοσπονδίας στην Υπερκαυκασία με εγγυήσεις για την επιστροφή των προσφύγων και την ελευθερία της ευρύτερης εθνικοπολιτισμικής αυτοδιάθεσης, μπορεί να θέσει τέρμα στην αιματηρή σφαγή. Αλλά γι’ αυτό, οι στρατιώτες και από τις δύο πλευρές πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι, αντί να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον για τα συμφέροντα των αφεντικών, πρέπει αντίθετα να ενωθούν με τους αδελφούς και τις αδερφές τους από την άλλη πλευρά και να στρέψουν τα όπλα τους εναντίον των πραγματικών εχθρών τους: τους δικούς τους καπιταλιστές και ξένους ιμπεριαλιστές.
Μέχρις ότου η σοσιαλιστική επανάσταση κόψει τον Γόρδιο δεσμό του εθνικισμού, οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να πεθαίνουν και η πτώση των βομβών στο Στεπανακέρτ και στη Γκαντζά θα επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά.
Για τη σοσιαλιστική ομοσπονδία των λαών του Καυκάσου!
Για ειρήνη και αδελφότητα του εργαζόμενου λαού!
Για εργατική δημοκρατία και διεθνή σοσιαλισμό!