Greek translation of Globalisation and empire by Michael Roberts (December 7, 2005)
Δύο σημαντικά παγκόσμια γεγονότα συμβαίνουν αυτόν τον καιρό. Το πρώτο είναι περισσότερο τοπικής σημασίας: η σύνοδος κορυφής της Ε.Ε. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ είναι ο οικοδεσπότης στην τελευταία πράξη της Βρετανικής προεδρίας της Ε.Ε. πριν παραδώσει το καθήκον αυτό στους Αυστριακούς.
Συνήθως σε αυτές τις συναντήσεις συζητούνται πολλά ανούσια πράγματα και ελάχιστα αποφασίζονται, καθιστώντας τις ένα είδος ακριβών και περιτριγυρισμένων από εταιρίες σεκιούριτι εκδηλώσεις. Αλλά όχι αυτή τη φορά. Η συνάντηση θα αναδείξει τη σύγκρουση σχετικά με τον τρόπο προσέγγισης του ρόλου και του σκοπού της Ε.Ε. και του οικονομικού μοντέλου που οι ευρωπαϊκές καπιταλιστικές τάξεις της Ευρώπης επιθυμούν να ακολουθήσουν.
Στη μια πλευρά της διαμάχης βρίσκεται η Βρετανία. Με επικεφαλής τον αποκαλούμενο Εργατικό ηγέτη, αλλά στην πραγματικότητα έναν αυθεντικό εκπρόσωπο των πολυεθνικών και των αναπτυσσόμενων δυνάμεων της Χριστιανικής δεξιάς και της Βρετανικής αστικής τάξης (ιδιαίτερα του τεράστιου χρηματιστικού της κλάδου) κοιτάει προς το Αμερικάνικο μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης και επίσης προς την ροή χρημάτων, κεφαλαίου και εργατικής δύναμης της «ελεύθερης αγοράς» υπερπηδώντας όλα τα σύνορα χωρίς εμπόδια στα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων. Το τελευταίο ονομάζεται παγκοσμιοποίηση.
Οι Βρετανοί, μαζί με τις άρχουσες ελίτ των νεοεισερχομένων στην Ε.Ε. χώρες της κεντρικής Ευρώπης (Πολωνία, Δημοκρατία της Τσεχίας, Ουγγαρία, κλπ.) συν μέχρι ενός σημείου η Ολλανδία και η Δανία, θέλουν η Ε.Ε. να τερματίσει κάθε ρύθμιση στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, να σταματήσει τις επιδοτήσεις στην αγροτική παραγωγή και τη βιομηχανία και να απομακρύνει τους δασμούς που επιβάλλονται στα ξένα προϊόντα κατά την εισαγωγή τους στην Ε.Ε.
Απέναντι σε αυτούς τους προωθητές της παγκοσμιοποίησης βρίσκονται οι άρχουσες τάξεις της Γαλλίας, της Γερμανίας, του Βελγίου και σε μικρότερο βαθμό η Ιταλία και η Ισπανία – με άλλα λόγια οι χώρες που ο νέο-συντηρητικός αμερικανός Γ.Γ του υπουργείου άμυνας, Ντόναλντ Ράμσφελντ, αποκάλεσε «Παλιά Ευρώπη». Αυτή η ομάδα αντιμετώπιζε πάντα την Ε.Ε. σαν μια ενότητα σχεδιασμένη να ανταγωνιστεί την ηγεμονία των ΗΠΑ στο παγκόσμιο εμπόριο και τη βιομηχανία και ακόμα να διατηρήσει την ανεξαρτησία της σε σχέση με τον τρόπο αστυνόμευσης του κόσμου (π.χ. Ιράκ, κλπ.)
Επιπλέον, αυτή η ομάδα βρίσκεται κάτω από τεράστια πολιτική πίεση για τη διατήρηση κάποιου είδους επαρκούς κράτους πρόνοιας για τους αρρώστους, των ηλικιωμένους και τους ανέργους – στόχοι που η Αμερικάνικη και Βρετανική άρχουσα τάξη υπό τους Ρέιγκαν και Θάτσερ έχουν κατατροπώσει προ πολλού. Το Ευρωπαϊκό τους μοντέλο είναι ανταγωνιστικό σε σχέση με την «παγκοσμιοποίηση», καθώς σωστά την αντιμετωπίζουν ως έναν ευφημισμό για την κυριαρχία της Αμερικάνικης αυτοκρατορίας για το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών στα αμερικάνικα χρηματιστικά και επιχειρηματικά πλοκάμια.
Η σύγκρουση ανάμεσα σε αυτές τις δύο προσεγγίσεις έρχεται ξανά στο προσκήνιο στη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε., επειδή η Βρετανία πιέζει ώστε οι Γάλλοι και οι Γερμανοί να συμφωνήσουν με την αποδόμηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, η οποία προστατεύει τους Ευρωπαίους αγρότες (κυρίως τους μεγαλύτερους αγρότες φυσικά) με επιδοτήσεις και αναλογίες ενάντια στις εισαγωγές. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) θα αποσύρεται σταδιακά, ξεκινώντας από το 2012. Οι Βρετανοί θέλουν η απόσυρση να ξεκινήσει νωρίτερα. Με τον Βρετανικό αγροτικό τομέα ουσιαστικά εξαφανισμένο, η καπιταλιστική τάξη τους βολεύεται πολύ με την ιδέα να μειωθεί ο Ευρωπαϊκός προϋπολογισμός και να επιτραπεί να εισέλθουν φθηνότερα τρόφιμα από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας, όπου τα επίπεδα των μισθών είναι εξευτελιστικά.
Κατά ειρωνικό τρόπο ο Μπλερ θα προσφερθεί να απαλλάξει την Ε.Ε. από τις ειδικές Βρετανικές «επιστροφές», σύμφωνα με τις οποίες οι Βρετανοί λαμβάνουν από την κοινότητα πάνω από 2 δις δολάρια το χρόνο σαν επιστροφή από τις εισφορές τους στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Αυτές οι επιστροφές δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο λόγο ύπαρξης πέρα από το να συγκρατηθεί η Βρετανία από να δημιουργεί προβλήματα τον καιρό που οι υπόλοιποι εταίροι προσπαθούσαν να φτάσουν στην Ευρωζώνη και στο κοινό νόμισμα κατά τη δεκαετία του ’90.
Ασφαλώς οι Γάλλοι και οι Γερμανοί υποστηρίζουν πως οι Βρετανοί οφείλουν να εγκαταλείψουν τις επιστροφές έτσι ή αλλιώς χωρίς προϋποθέσεις, καθώς δεν τις αξίζουν. Επιπλέον, οι Γάλλοι, υπό την ηγεσία του παλιού Ευρωπαίου Σιράκ και οι Γερμανοί, υπό την ηγεσία της νεοδεξιάς Γερμανίδας Μέρκελ, δεν πρόκειται να αποδεχτούν καμία υποχώρηση, όπως π.χ. ΚΑΠ, φορολογία, απελευθέρωση αγορών ή οτιδήποτε άλλο που να καταστρέφει το ευρωπαϊκό οικονομικό μοντέλο. Γνωρίζουν καλά πως αυτό θα προκαλούσε τεράστια και άμεση αντίδραση από τους δικούς τους εργαζομένους. Απόδειξη αποτελεί η ήττα του δημοψηφίσματος για το Ευρωσύνατγμα τον τελευταίο Μάιο στη Γαλλία και η αποτυχία της δεξιάς να εξασφαλίσει μια ξεκάθαρη νίκη στις Γερμανικές εκλογές παρά την τεράστια πολιτική δυσαρέσκεια που προκάλεσαν με τις πολιτικές τύπου «νέων Εργατικών» της Βρετανίας οι σοσιαλδημοκράτες υπό τον Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Θα οδηγηθεί λοιπόν σε αδιέξοδο. Και είναι πολύ πιθανό να είναι αδιέξοδο και το άλλο μεγάλο παγκόσμιο γεγονός του Δεκέμβρη: η συνάντηση των μεγαλύτερων εμπορικών χωρών του κόσμου στο Χονγκ Κονγκ. Εκεί θα επιδιωχθούν οι περαιτέρω περικοπές σε δασμούς, αναλογίες και άλλους εμπορικούς περιορισμούς στα πλαίσια του λεγόμενου κύκλου «Doha» για την απελευθέρωση του εμπορίου.
Ξανά έχουν χαραχθεί ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε εκείνους που «υποστηρίζουν» την παγκοσμιοποίηση ως τον τρόπο ο καπιταλισμός να προχωρήσει προς τα μπρος («όλοι θα κερδίσουν και κανείς δεν πρόκειται να χάσει από τη λήξη των περιορισμών στην ελεύθερη διακίνηση αγαθών, κεφαλαίου και εργασίας») και εκείνους που φοβούνται πως το άνοιγμα της αγροτικής τους παραγωγής ή των βιομηχανιών τους και του χρηματιστικού τους τομέα στις Αμερικάνικες πολυεθνικές ή στις εισαγωγές από τη Λατινική Αμερική ή την Ασία (προϊόντων που παράγονται από Αμερικάνικες πολυεθνικές) θα θίξει τα συμφέροντα της δική στους άρχουσας τάξης.
Εκείνοι που επιθυμούν να περικοπούν οι δασμοί είναι πρώτα πρώτα εκείνες οι χώρες που έχουν τεράστια πλεονεκτήματα κόστους στην πώληση τροφίμων: συγκεκριμένα η Βραζιλία στη Λατινική Αμερική, η Νέα Ζηλανδία, ο Καναδάς, κλπ. (παρόλο που θα έχαναν από κυρίως ξένους χρηματιστηριακούς οίκους που θα κυριαρχούσαν στη βιομηχανία και τον τραπεζικό τους τομέα). Επίσης οι Αμερικάνοι θα κέρδιζαν εάν μπορούσαν να πετύχουν την περαιτέρω εισβολή στην Ευρώπη, την Ασία και πάνω απ’ όλα την Κίνα.
Η παλιά Ευρώπη αντιτίθεται στις περικοπές εν πολλoίς επειδή θα έθετε τους Ευρωπαϊκούς περιορισμούς υπό πίεση και τελικά αυτοί θα κέρδιζαν λιγότερο από τους Αμερικάνους. Και έπειτα υπάρχουν μόνο λίγες από τις λεγόμενες «αναπτυσσόμενες χώρες» που επιθυμούν να αντισταθούν στην πίεση του παγκόσμιου καπιταλισμού, όπως η Βενεζουέλα ή η Μαλαισία, η καθεμία για διαφορετικούς λόγους.
Ο λόγος για τον οποίο το αδιέξοδο στο Χονγκ Κονγκ είναι αναπόφευκτο είναι πως η παγκοσμιοποίηση δε λειτουργεί. Δε λειτουργεί για εκείνες τις οικονομίες που καταδυναστεύονται από τις μεγάλες πολυεθνικές μόλις τους ανοίξουν τις πύλες τους. Αλλά αυτό που ανησυχεί πολύ περισσότερο τους στρατηγούς του κεφαλαίου είναι πως η παγκοσμιοποίηση αντί να γεννά σταθερή και ισορροπημένη οικονομική ανάπτυξη σε ολόκληρο τον κόσμο προκαλεί σοβαρές ανισορροπίες στον καπιταλισμό.
Ένα μέγεθος μόνο δείχνει τον κίνδυνο που αισθάνονται αυτοί οι στρατηγοί του κεφαλαίου: Τα 1,3 δισεκατομμύρια των Κινέζων καταναλώνουν μόνο το 42% της ετήσιας τους παραγωγής: αποταμιεύουν και πωλούν το υπόλοιπο στο εξωτερικό (40% στις ΗΠΑ). Στο άλλο άκρο, οι Αμερικάνοι καταναλώνουν το 71% της ετήσιας τους παραγωγής, δεν αποταμιεύουν τίποτα και με αυξανόμενο τρόπο εισάγουν για την κάλυψη των αναγκών τους σε ενέργεια και καταναλωτικά αγαθά. Οι ΗΠΑ δανείζονται τεράστια ποσά για να χρηματοδοτούν το καταναλωτικό τους όργιο με αποτέλεσμα να εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από τον υπόλοιπο κόσμο, ιδιαίτερα από τη Σαουδική Αραβία, τη Ρωσία, την Κίνα, την Ινδία, τη Βραζιλία και την Ιαπωνία για να τους παρέχουν αυτά τα αγαθά επί πιστώσει. Οι ΗΠΑ είναι τώρα ο μεγαλύτερος οφειλέτης του κόσμου, ενώ η Ιαπωνία/Κίνα είναι ο μεγαλύτερος πιστωτής τους και το χάσμα ολοένα και διευρύνεται.
Μέχρι τώρα οι ΗΠΑ κατάφεραν να διατηρήσουν αυτή την ανισορροπία, επειδή ελέγχουν τους οικονομικούς πόρους μέσω του δολαρίου, που αποτελεί το βασικό διεθνές νόμισμα. Διαθέτουν έναν τεράστιο τραπεζικό και χρηματιστικό τομέα και σαν τελευταία λύση η γιγάντια στρατιωτική τους μηχανή μπορεί να φέρει σε ένα τέρμα οποιαδήποτε αντίσταση απέναντι στον αυτοκρατορικό τους έλεγχο (όχι πάντα βέβαια με επιτυχία!).
Η παγκοσμιοποίηση σημαίνει στην πραγματικότητα την άνοδο της Αμερικάνικης Αυτοκρατορίας. Αυτή ήταν η καπιταλιστική ιστορία του 20ου αιώνα. Η ιστορία του 21ου αιώνα πιθανότατα θα είναι η πτώση της Αμερικάνικης αυτοκρατορίας, όσο αυτές οι ανισορροπίες θα ξεδιπλώνονται. Παραμένει ένα ανοικτό ερώτημα εάν ο κόσμος θα κατρακυλήσει σε κάποια μορφή βαρβαρότητας, όπως συνέβη με την τελική πτώση της άπληστης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον 5ο αιώνα ή θα αντικατασταθεί από μια πραγματική παγκοσμιοποίηση, δηλαδή το διεθνή σοσιαλισμό.
Πράγματι, η λέξη «αυτοκρατορία» έχει γίνει το διαφημιστικό σλόγκαν σε πολλά από τα επιχειρηματικά best seller των Χριστουγέννων στην Αμερική. Ένα που εκφράζει εκείνους τους καπιταλιστές που ισχυρίζονται πως όλα στον κόσμο είναι καλά και ωραία είναι το βιβλίο του Thomas Friedman «Ο κόσμος είναι επίπεδος: μια σύντομη ιστορία του 21ου αιώνα». Σε αυτό ο Friedman υποστηρίζει πως η παγκοσμιοποίηση μαζί με την τεχνολογική επανάσταση και το ίντερνετ καθιστά τον κόσμο ένα μεγάλο παγκόσμιο χωριό, όπου τα πάντα θα είναι τυποποιημένα (McDonalds, Coca Cola, Gucci, etc) και οι άνθρωποι σταδιακά θα εξισορροπήσουν τα εισοδήματά τους και τον πλούτο τους και θα αναπτυχθούν με αρμονικό τρόπο σε καθεστώς «ελεύθερης αγοράς».
Μια πολύ πιο απαισιόδοξη, αλλά καπιταλιστική ματιά εκφράζεται από ένα άλλο best seller. «Η Αυτοκρατορία του Χρέους» βλέπει πως οι ΗΠΑ οδεύουν προς την καταστροφή επειδή ο λαός τους δεν αποταμιεύει και απλά ξοδεύει και έτσι δημιουργεί χρέη που δεν πρόκειται ποτέ να αποπληρώσει. Έτσι ο Αμερικάνικος καπιταλισμός θα οπισθοχωρήσει σε σχέση με την Κίνα, ακόμα και την Ευρώπη και πιθανότατα να πάρει κάτω μαζί της και όλους τους υπόλοιπους.
Οι συγγραφείς δεν είναι Μαρξιστές. Αντίθετα είναι θεωρητικοί της ελεύθερης αγοράς που ανήκουν στη λεγόμενη Αυστριακή σχολή. Η σχολή αυτή υποστηρίζει πως ο δρόμος για την καπιταλιστική επιτυχία δεν είναι να ξοδεύει κανείς με τον Κεϋνσιανό τρόπο, αλλά να αποταμιεύει όσο αυτό είναι εφικτό. Ασφαλώς, εάν οι καπιταλιστές δεν πληρώνουν ποτέ τους εργάτες τους και δεν ξοδεύουν και οι ίδιοι, μπορούν να ενισχύσουν τις επενδύσεις και την κερδοφορία τους για ορισμένο διάστημα. Αλλά τι θα συμβεί όταν κανείς δεν έχει αρκετό εισόδημα για να ξοδέψει στην αγορά των καταναλωτικών αγαθών που έχουν παραχθεί; Τέτοιο είναι το δίλημμα για τον καπιταλισμό: ανάμεσα στην υπέρμετρη κατανάλωση και την υπέρμετρη αποταμίευση. Κανένα από αυτά δε φαίνεται να εξασφαλίζει την κερδοφορία για αρκετό καιρό!
Μια πιο αποκαλυπτική ματιά στις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης είναι το βιβλίο «Η Πολιτική της Αυτοκρατορίας» του Alan Freeman. Εδώ η Αμερικάνικη αυτοκρατορία αντιμετωπίζεται σε σχέση με τις συνέπειες που προκαλεί η δράση της στους εργαζόμενους ανθρώπους και στις ανισότητες ανάμεσα στα έθνη. Σε ένα ιδιαίτερα αποκαλυπτικό κεφάλαιο ο Freeman δείχνει πως στο διάστημα από το 1980 μέχρι το 2000 ο πληθυσμός που διαβιώνει στις λεγόμενες αναπτυγμένες χώρες (τις βασικές καπιταλιστικές οικονομίες) έπεσε από το 32% στο 19% του παγκόσμιου πληθυσμού. Παρόλα αυτά το μερίδιό τους στο παγκόσμιο εισόδημα αυξήθηκε από 80% σε 84% - τέτοια είναι η επιτυχία της παγκοσμιοποίησης για όλους! Το ετήσιο ατομικό εισόδημα στις αναπτυγμένες οικονομίες ήταν 11 φορές μεγαλύτερο από αυτό στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες το 1980. Μέχρι το 2000 το ποσοστό αυτό έφτασε τις 23 φορές.
Η παγκοσμιοποίηση δε βοηθάει καν το καπιταλιστικό σύστημα στο σύνολό του. Ενώ το 1988 η μέση ετήσια παραγωγή ανά άτομο σε ολόκληρο τον κόσμο ήταν $4885, το 2002 έπεσε στα $4778! Κατά τη δεκαετία του 1970 το ετήσιο ΑΕΠ ανά άτομο αυξανόταν κατά 4% το χρόνο. Τη δεκαετία του 1980 επιβραδύνθηκε σε μόλις 0,8% το χρόνο. Κατά τη δεκαετία του 1990 ήταν αρνητικό. Ο κόσμος στον καπιταλισμό βαδίζει προς τα πίσω. Το αποτέλεσμα είναι ακόμα χειρότερο εάν βγάλει κανείς την Κίνα έξω από τους υπολογισμούς: μια οικονομία που μόλις τώρα μπαίνει στο πεδίο ελέγχου του καπιταλισμού.
Και ασφαλώς, όπως έχει σημειώσει πολύ συχνά αυτή η στήλη, ακόμα και στην καρδιά της ίδιας της καπιταλιστικής αυτοκρατορίας (των ίδιων των ΗΠΑ δηλαδή) η παγκοσμιοποίηση δεν έχει προσφέρει απολύτως τίποτα στο μέσο Αμερικάνο εργάτη, καθώς οι μεγάλες πολυεθνικές μεταφέρουν τις βιομηχανίες τους στο εξωτερικό σε φθηνότερες περιοχές και η κυβέρνηση επιτρέπει φθηνότερες εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών για να εξασθενήσει οριστικά η τοπική βιομηχανία.
Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο εξής φαινόμενο: οι ανισότητες στο εισόδημα και την ευημερία εντός των ΗΠΑ έχουν χειροτερέψει, ιδιαίτερα στο πρόσφατο αποκορύφωμα της παγκοσμιοποίησης. Τώρα, εάν το εισόδημα του νοικοκυριού σας στην Αμερική είναι μόλις $57,000 (ή £32,000, ή περίπου 21,000€) το χρόνο ή λιγότερο, ανήκετε στην πλειοψηφούσα κατηγορία του 75% των νοικοκυριών. Το 1993 το κατώτερο 50% κέρδιζε το 15% του εθνικού εισοδήματος. Το 2003 αυτό έπεσε στο 14%. Στο μεταξύ, το ανώτερο 25% αύξησε το μερίδιο του από το τεράστιο 62% στο ακόμα μεγαλύτερο 65% το 2003.
Έτσι η παγκοσμιοποίηση, το επόμενο στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, δεν έχει δημιουργήσει έναν ενιαίο κόσμο με αρμονική ανάπτυξη και πλούτο για όλους. Έχει φέρει ανισορροπίες και αντιφάσεις που οι καπιταλιστές δε μπορούν να επιλύσουν και έχει αυξήσει τις ανισότητες ανάμεσα στα έθνη και εντός των εθνών. Ο πλούσιος γίνεται πλουσιότερος και ο φτωχός φτωχότερος. Ο πλούσιος όμως το βρίσκει όλο και πιο δύσκολο να κάνει τα πράγματα να λειτουργήσουν.