Αναλυτικό άρθρο που εξηγεί γιατί η αυξανόμενη παγκόσμια πείνα αποτελεί συνέπεια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και όχι του «υπερπληθυσμού».
Μια νέα μελέτη της φιλανθρωπικής οργάνωσης War on Want με έδρα το Λονδίνο διαπιστώνει ότι, παρόλο που το παγκόσμιο σύστημα τροφίμων παράγει πάνω από 2,6 φορές τις θερμιδικές ανάγκες του μέσου ανθρώπου, 2,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν ασφαλή πρόσβαση σε υγιεινά και θρεπτικά τρόφιμα. Πως εξηγείσαι αυτή η εγκληματική αντίφαση;
Σύμφωνα με την έκθεση της φιλανθρωπικής οργάνωσης, το παγκόσμιο σύστημα τροφίμων παράγει 6000 θερμίδες την ημέρα για κάθε άτομο στη Γη. Αυτό είναι 2,6 φορές αυτό που χρειάζεται ο μέσος ενήλικας.
Η Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του ΟΗΕ σημειώνει ότι από το 2005 μέχρι το 2020 η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων έχει αυξηθεί σημαντικά: οι σοδειές ζαχαροκάλαμου, καλαμποκιού, ρυζιού και σιταριού και η παγκόσμια προσφορά φρούτων αυξήθηκαν περισσότερο από 50%. Η παραγωγή λαχανικών όλων των ειδών αυξήθηκε 65%. Το γάλα 53% και η παραγωγή κρέατος τουλάχιστον 40%.
Επιπλέον, νέα συνθετικά λιπάσματα και γενετικές τροποποιήσεις κατέστησαν εφικτή την καθοριστική αύξηση των σοδειών κατά την ίδια περίοδο. Ωστόσο, 2,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι ανά τον πλανήτη υποφέρουν από επισιτιστική ανασφάλεια – 150 εκατομμύρια περισσότεροι σε σχέση με το 2019. Σε 3,1 δισεκατομμύρια ανέρχονται οι άνθρωποι που δεν μπορούν αντέξουν οικονομικά μια θρεπτική διατροφή. Όπως παρατηρεί η War on Want: «Σήμερα, παρά τον πρωτοφανή πλούτο που υπάρχει στον κόσμο, ένας στους επτά ανθρώπους πηγαίνει για ύπνο πεινασμένος».
Ακόμα χειρότερα, το ΔΝΤ έχει προειδοποιήσει για μια πιθανή «επισιτιστική κρίση» τον επόμενο χρόνο, καθώς οι αυξανόμενες τιμές απειλούν την επισιτιστική ασφάλεια ενός ακόμη δισεκατομμυρίου ανθρώπων, στις λεγόμενες «εστίες πείνας» στις φτωχές χώρες.
Ο υπερπληθυσμός είναι ένας μύθος
Η μαζική ανάπτυξη της παραγωγής τροφίμων – πολύ περισσότερο απ’ ό,τι είναι απαραίτητο για την επιβίωση – αποτελεί ξεκάθαρο χτύπημα κατά των Μαλθουσιανών ιδεών που ρίχνουν στους φτωχούς του κόσμου το φταίξιμο για την ίδια τους την πείνα.
Σύμφωνα με τον αντιδραστικό Άγγλο οικονομολόγο του 18ου αιώνα Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους, η πείνα ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της αναπαραγωγής των φτωχών ανθρώπων σε βαθμό μεγαλύτερο από αυτόν που μπορούσε να υποστηρίξει το σύστημα τροφίμων. Όπως το περιέγραψε το 1798 στο «Δοκίμιο για την Αρχή του Πληθυσμού»: «Η δύναμη του πληθυσμού είναι τόσο ανώτερη από τη δύναμη της Γης να παράγει για τη συντήρηση του ανθρώπου, που ο πρόωρος θάνατος πρέπει με τη μία ή την άλλη μορφή να επισκεφτεί την ανθρώπινη φυλή».
Στην εποχή του, ο Μάλθους αποδείχτηκε εμπειρικά λάθος από τη μελέτη του Γιούστους φον Λίμπιγκ για το ρόλο του αζώτου, του φωσφόρου και του καλίου στην ανάπτυξη των φυτών και από τις σχετικές εξελίξεις στην οργανική χημεία, την εδαφολογία και τα συνθετικά λιπάσματα. Άλλες νέες τεχνολογίες και αλλαγές στην τεχνική, έχουν έκτοτε αυξήσει περαιτέρω τις σοδειές. Με το πέρασμα του χρόνου ολοένα και νεότερα επιστημονικά ευρήματα εφαρμόζονται στην παραγωγή τροφίμων, επιτρέποντας στην προσφορά τροφίμων να αυξάνεται εντυπωσιακά. Ποτέ στην ιστορία η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού δεν ξεπέρασε την αύξηση της παγκόσμιας προσφοράς τροφίμων.
Ωστόσο, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1970, η μυθοπλασία του «υπερπληθυσμού» χρησιμοποιείται ξανά και ξανά από τους λεγόμενους οργανισμούς «βοήθειας» και «ανάπτυξης». Το 1973 το ΔΝΤ επέμενε ότι η «υπερβολική αύξηση του πληθυσμού» είναι «το μεγαλύτερο μεμονωμένο εμπόδιο στην οικονομική και κοινωνική πρόοδο στον υπανάπτυκτο κόσμο». Η Παγκόσμια Τράπεζα έχει επίσης κατηγορήσει την «επιβλαβή αύξηση του πληθυσμού» για την πείνα. Το Ταμείο Πληθυσμού του ΟΗΕ, η Καναδική Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης (CIDA), η βρετανική κυβέρνηση και άλλοι φορείς έχουν επαναλάβει αυτούς τους ισχυρισμούς, ακόμη και όταν ο αριθμός των διαθέσιμων θερμίδων ανά έτος και ανά άτομο αυξήθηκε κατά 32%.
Γι’ αυτούς τους οργανισμούς, τα ποσοστά γεννήσεων στις φτωχές χώρες ευθύνονται που υπάρχουν στον κόσμο πάρα πολλά άτυχα στόματα να ταϊστούν. Αυτό αντιστρέφει την ίδια την πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα, η μονοπώληση της παραγωγής τροφίμων από τα χέρια λίγων αγροτικών επιχειρήσεων είναι εκείνη που καταδικάζει εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους στην πείνα και πολλούς σε θάνατο.
Μονοπωλιακά κέρδη
Όπως σημειώνει η War on Want, το παγκόσμιο σύστημα τροφίμων κυριαρχείται από μια μικρή χούφτα πολυεθνικών εταιριών – με τα πλοκάμια τους να είναι τυλιγμένα γύρω από τα πάντα, από τους σπόρους μέχρι τα αγροχημικά, τη διανομή και τη λιανική πώληση. Αυτά τα διεθνή μονοπώλια έχουν συχνά σημαντικά μερίδια όχι σε έναν, αλλά σε πολλούς από αυτούς τους κλάδους του αγροτικού τομέα.
Στον τομέα των σπόρων κυριαρχεί αποφασιστικά η Bayer και ακολουθούν οι Corteva, ChemChina, BASF και Group Limagrain. Στον τομέα των αγροχημικών κυριαρχούν οι ChemChina, Bayer, BASF, Corteva και UPL. Το 58% της παγκόσμιας αγοράς σπόρων και το 77,6% της αγοράς των αγροχημικών κυριαρχείται από μόλις έξι εταιρίες.
Τέλος, ο τομέας του εμπορίου προϊόντων σιτηρών κυριαρχείται από την «Ομάδα ABCD», δηλαδή τις Archer Daniels Midland, Bunge, Cargill και Louis Dreyfus. Μόλις 10 εταιρίες ελέγχουν το 40% του αγροτικού εμπορίου.
Αυτά τα μονοπώλια, σημειώνει η έκθεση, ελέγχονται με τη σειρά τους από κολοσσούς του χρηματοπιστωτικού τομέα και ευρύτερους θεσμικούς επενδυτές, που εδρεύουν σε μεγάλο βαθμό στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη, όπως οι Blackrock, Capital Group, Fidelity, The Vanguard Group, State Street Global Advisors και Norges Bank Investment Management.
Σήμερα, σύμφωνα με την έκθεση, 2,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι συνεχίζουν να εξαρτώνται από τη γη στον έναν ή τον άλλο βαθμό για την επιβίωσή τους. Ωστόσο, οι αρπαγές γης από εταιρίες και η ολοένα αυξανόμενη μονοπώληση της γης σημαίνουν ότι το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού εξαρτάται από την αγροτική καλλιέργεια που χρησιμοποιεί μόλις το 30% της γεωργικής γης.
Ενώ εκατομμύρια άνθρωποι πασχίζουν να αποκτήσουν πρόσβαση σε τροφή, η έκθεση σημειώνει ότι αυτά τα μονοπώλια έχουν «εκτοξευόμενα κέρδη» – ειδικά από το 2020: «Αυτοί που είναι αρκετά ισχυροί για να ελέγχουν την παραγωγή τροφίμων καθορίζουν ποιος τα καταναλώνει και ποιος πεινάει».
Είναι μια καπιταλιστική κρίση, όχι μια «διατροφική κρίση»
Σε παγκόσμιο επίπεδο, έως και το ένα τρίτο της παραγόμενης τροφής χάνεται πριν φτάσει σε κάποιον – κυρίως στο στάδιο της διανομής, όπου μεγάλο μέρος της απορρίπτεται ή θάβεται επειδή δεν μπορεί να πουληθεί επικερδώς. Αυτό σημαίνει ότι, σε όλο τον πλανήτη, τεράστιες μάζες τροφίμων που δεν μπορούν να πουληθούν σπαταλιούνται – κι αυτό ενώ εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράζουν τρόφιμα.
Ο παραλογισμός αυτού του συστήματος είναι ακόμη πιο έντονος αν σκεφτεί κανείς ότι οι περισσότερες από τα αποκαλούμενες «εστίες πείνας» είναι επίσης εξαγωγείς τροφίμων. Αυτές οι «φτωχές» χώρες έχουν τόση καλλιεργήσιμη γη όση έχουν οι ανεπτυγμένες χώρες και, όλο και περισσότερο, τμήματα της γης τους υπόκεινται ακόμη και σε αρπαγές γης από ξένους κερδοσκόπους (ειδικά από «funds αγροτικής γης» πολλών δισεκατομμυρίων).
Σε όλο τον κόσμο, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις παίρνουν πρώτες ύλες, τρόφιμα και βιομηχανικά προϊόντα από φτωχότερες χώρες σε χαμηλές αλλά ασταθείς τιμές, ενώ εξάγουν σε αυτές βιομηχανικά προϊόντα σε υψηλότερες τιμές. Αυτό σημαίνει τεράστιες μεταφορές πλούτου, κάθε χρόνο, από τις φτωχές χώρες στις πλούσιες. Αυτός, και όχι ο υπερπληθυσμός, είναι ο πραγματικός λόγος πίσω από το χάσμα μεταξύ «φτωχών χωρών» και «πλούσιων χωρών».
Οι ίδιες διαδικασίες παρατηρούνται και σε άλλους τομείς, εκτός της γεωργίας. Για παράδειγμα, η Σομαλία διαθέτει μερικές από τις πιο πλούσιες αλιευτικές περιοχές στον κόσμο. Και όπως παρατήρησε η ίδια η Παγκόσμια Τράπεζα το 2018: «Η γη της Σομαλίας περιλαμβάνει τεράστιες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης και μια ποικιλία αγροοικολογικών ζωνών που ευνοούν τη γεωργική επέκταση. Υπάρχουν μεγάλες εκτάσεις κατάλληλες για βοσκή, περιήγηση, και παραγωγή χορτονομής για τη στήριξη των αναπτυσσόμενων αγορών και του εξαγωγικού εμπορίου της χώρας». Ωστόσο, λόγω των ιμπεριαλιστικών παρεμβάσεων και της υπεραλίευσης από πολυεθνικές, εκατομμύρια άνθρωποι κινδυνεύουν να γίνουν θύματα μιας τεράστιας κρίσης πείνας.
Παράλληλα, ο προσανατολισμός της γεωργίας προς τις καλλιέργειες με αποκλειστικό σκοπό τις εξαγωγές σημαίνει ότι σε αυτές τις εύφορες περιοχές, υπάρχουν βασικά προϊόντα που πρέπει να εισάγονται. Το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού εξαρτάται εν μέρει από εισαγωγές τροφίμων, με το 75% περίπου να βρίσκεται στις πρώην αποικιακές χώρες. Σε αυτές τις χώρες, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, τα τρόφιμα αντιπροσωπεύουν περίπου το 60-80% των καταναλωτικών δαπανών, σε αντίθεση με το 10-20% στις πλούσιες χώρες.
Για παράδειγμα, η War on Want σημειώνει ότι η σόγια, το σιτάρι, το ρύζι και το καλαμπόκι καλύπτουν σχεδόν τις μισές γεωργικές εκτάσεις του κόσμου – ειδικά στην Ταϊλάνδη, το Βιετνάμ, το Πακιστάν και τη Μιανμάρ. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι χώρες τους συμβάλλουν στην παραγωγή του 86% του συνόλου των εξαγώγιμων δημητριακών, το 17% των ανθρώπων στην Ταϊλάνδη, το 17% των ανθρώπων στο Πακιστάν και το 25,5 % των ανθρώπων στη Μιανμάρ αντιμετωπίζουν επισιτιστική ανασφάλεια. Επιπλέον, μια έκθεση του ΟΗΕ διαπίστωσε ότι στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική 69 εκατομμύρια άνθρωποι υποσιτίζονται και ο αριθμός συνεχίζει να αυξάνεται.
Οι κοντόφθαλμες ανάγκες των παγκόσμιων αγορών έχουν επιφέρει επίσης τη διαρκώς αυξανόμενη επικράτηση της μονοκαλλιέργειας – καλλιέργεια μεγάλης κλίμακας μεμονωμένων καλλιεργειών για οικονομικούς σκοπούς, αντί της ορθολογικής χρήσης του εδάφους για τις ανάγκες. Αυτό εγγυάται υψηλά κέρδη βραχυπρόθεσμα, αλλά αυξάνει τον κίνδυνο ασθενειών στις καλλιέργειες, ενώ είναι μια γνωστή αιτία εξάντλησης της γονιμότητας του εδάφους, που μπορεί να μειώσει τις αποδόσεις των καλλιεργειών στο μέλλον, απειλώντας να επιφέρει περαιτέρω κρίσεις πείνας.
Φυσικά, δεν είναι οι CEO των αγροτικών επιχειρήσεων ή οι κερδοσκόποι της Wall Street εκείνοι που πεινούν ως αποτέλεσμα. Παρά τις αυξανόμενες σοδειές, η μονοπωλιοποίηση της βιομηχανίας τροφίμων έχει ωθήσει την τιμή μιας υγιεινής διατροφής σε αύξηση σχεδόν 7% από το 2017. Το κόστος των μελλοντικών κραδασμών στο παγκόσμιο σύστημα τροφίμων εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής και της μυωπίας των αγροτικών επιχειρήσεων θα το βιώνουν πάντα οι απλοί άνθρωποι, όπως οι κραδασμοί στην προσφορά ενέργειας αυξάνουν τα κέρδη για τα ενεργειακά μονοπώλια και ταυτόχρονα προκαλούν δυστυχία σε εκατομμύρια εργαζόμενους.
Εξαγωγές και αυξομειώσεις των τιμών
Λόγω των παραλογισμών της αγοράς, οι ίδιες οι χώρες που παράγουν τεράστιες ποσότητες της παγκόσμιας τροφής, είναι οι πιο ευάλωτες σε «διατροφικές κρίσεις» οπουδήποτε αλλάζουν οι τιμές.
Από το 2008 έως το 2011 η κερδοσκοπική δραστηριότητα, με πιο γνωστή περίπτωση αυτήν της Goldman Sachs, συνέβαλε στην αύξηση σχεδόν 40% της τιμής του σιταριού. Σύμφωνα με μια έκθεση του ΟΗΕ, αυτό αύξησε τις εισαγωγές των αναπτυσσόμενων χωρών κατά 56%. Στο μέλλον, προειδοποίησε ο ΟΗΕ, οι αυξήσεις των τιμών μπορεί να είναι ακόμη χειρότερες: «Οι τρέχουσες τάσεις στις τιμές των τροφίμων είναι πιθανό να αυξήσουν απότομα τόσο τη συχνότητα εμφάνισης όσο και το βάθος της επισιτιστικής ανασφάλειας».
Όμως, επειδή πολλές από αυτές τις χώρες συντηρούνται επίσης από τις αγροτικές εξαγωγές, οι ξαφνικές καταρρεύσεις των τιμών έχουν τα ίδια αποτελέσματα. Είναι γνωστό ότι, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο συνδυασμός των Προγραμμάτων Διαρθρωτικής Προσαρμογής που επέβαλε το ΔΝΤ και της πτώσης των τιμών των ξηρών καρπών, της μπανάνας και του καφέ κατέστρεψε τους αγρότες σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική και την Αφρική, αυξάνοντας επίσης μαζικά την επισιτιστική ανασφάλεια.
Και στις δύο περιπτώσεις, το πρόβλημα δεν ήταν η έλλειψη παραγόμενων τροφίμων, η πραγματική κρίση είναι η υπερπαραγωγή, η οποία καταστρέφει τους μικρούς αγρότες που εκτοπίζονται πάντα από τις γιγάντιες αγροτικές επιχειρήσεις. Σε παγκόσμια κλίμακα, ο καπιταλισμός είναι ανίκανος να χρησιμοποιήσει την παραγωγική του ικανότητα για να ταΐσει τους ανθρώπους, όχι επειδή αυτοί είναι χορτάτοι αλλά επειδή δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα.
Όπως έχουμε εξηγήσει και παλιότερα, αυτή είναι η ίδια κρίση υπερπαραγωγής που επηρεάζει και κάθε άλλη σφαίρα του καπιταλισμού. Καπιταλισμός σημαίνει παραγωγή για το κέρδος και όχι για τις ανάγκες. Στην πορεία, αυτό καταδικάζει εκατομμύρια ανθρώπους στην ανεργία, τη στιγμή που πολλά πράγματα παραμένει αναγκαίο να παραχθούν. Αφήνει τεράστιους αριθμούς άδειων σπιτιών, τη στιγμή που οι άνθρωποι πασχίζουν να βρουν στέγη. Και, σε αυτή την περίπτωση, καταστρέφει τεράστιες ποσότητες τροφίμων που δεν αγοράζονται, τη στιγμή που οι άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα.
Σοσιαλιστική λύση
Απαντώντας στην απολογητική του Μάλθους για την ανεργία, τη φτώχεια και την πείνα, ο Ένγκελς έγραψε ότι η πείνα δεν επιβιώνει λόγω των ελλείψεων αλλά επειδή η άρχουσα τάξη δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα υπάρχοντα προϊόντα και την παραγωγική ικανότητα του κόσμου:
«Όχι γιατί τα όρια της παραγωγής – ακόμα και σήμερα και με τα σημερινά μέσα – έχουν εξαντληθεί. Όχι, μα επειδή τα όρια παραγωγής δεν καθορίζονται από τον αριθμό των άδειων στομαχιών αλλά από τον αριθμό των πορτοφολιών που μπορούν να αγοράσουν και να πληρώσουν. Η αστική κοινωνία δεν θέλει και δεν μπορεί να επιθυμεί να παράγει περισσότερο από αυτό. Τα στομάχια χωρίς χρήματα, η εργασία που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κέρδος και επομένως δεν μπορεί να αγοράσει, αφήνονται να περάσουν στα ποσοστά θνησιμότητας».
Μια σοσιαλιστική επανάσταση θα απελευθέρωνε τους εργάτες και τους αγρότες από την παραφροσύνη της αγοράς. Θα έπαιρνε τη γη και την τροφή από τα χέρια των κερδοσκόπων και θα την έδινε στα χέρια των εργατών, των αγροτών και των φτωχών του κόσμου. Θα αντικαθιστούσε την παραγωγή τροφίμων για το κέρδος με την παραγωγή για τις ανάγκες.
Επιπλέον, απαλλοτριώνοντας τα μονοπώλια τροφίμων, ένα σοσιαλιστικό σχέδιο παραγωγής θα μπορούσε να εξασφαλίσει σε παγκόσμια κλίμακα ότι όλοι έχουν ίση πρόσβαση στα καλύτερα εργαλεία και μεθόδους καλλιέργειας. Εκτός από τη μείωση των τιμών για τους εργάτες και τους αγρότες σε όλο τον κόσμο, θα ανέπτυσσε επίσης ένα σχέδιο για πολυκαλλιέργεια αντί για μονοκαλλιέργεια – διασφαλίζοντας ότι η παραγωγή τροφίμων είναι βιώσιμη, χωρίς να καταδικάζει ολόκληρα έθνη σε κρίσεις πείνας.
Ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα παραγωγής θα χρησιμοποιούσε περαιτέρω τον πλούτο του κόσμου για να αναπτύξει την παραγωγικότητα της γεωργίας και της βιομηχανίας ταυτόχρονα – σε παγκόσμια κλίμακα. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να υπάρχουν «φτωχές» και «πλούσιες» χώρες, όταν υπάρχουν ο πλούτος και οι δυνατότητες για την παροχή στέγης, υγειονομικής περίθαλψης, απασχόλησης και αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης για όλους τους ανθρώπους.