Η πανδημία του κορωνοϊού έχει αποκαλύψει τις υποκείμενες αντιφάσεις του καπιταλισμού, προκαλώντας μια βαθιά κρίση, σε ανάλογα επίπεδα με την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930. Δεν θα υπάρξει ανάκαμψη μετά τη λήξη της καραντίνας, αλλά μια παρατεταμένη οικονομική ύφεση.
Ο κόσμος έχει έρθει ανάποδα με την πανδημία του κορωνοϊού σε κατάσταση μη αναστρέψιμη και δεν θα είναι ποτέ όπως πριν.
Η οικονομία της αγοράς βρίσκεται σε αποσύνθεση. Οι νόμοι του καπιταλισμού έχουν καταρρεύσει. Με την παράλυση της παραγωγής, η προσφορά έχει φτάσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αλλά με τους ανθρώπους κλειδωμένους στα σπίτια τους, στα ίδια χαμηλά επίπεδα βρίσκεται και η ζήτηση. Το «αόρατο χέρι» της αγοράς – που όπως λένε οι υπέρμαχοι του καπιταλισμού, είχε την ικανότητα να αυτορρυθμίζεται – τώρα δεν ξέρει πως να επέμβει ώστε να σταματήσει την πτώση.
Για πρώτη φορά στην ιστορία, οι τιμές του πετρελαίου έχουν γίνει αρνητικές (Οι αρνητικές τιμές αφορούν τα συμβόλαια που συνάπτουν οι πετρελαιοπαραγωγές εταιρείες με τις μεταφορικές εταιρίες για τον μήνα Μάιο). Τα επιτόκια – που ήταν ήδη σε επίπεδα πάρα πολύ χαμηλά – τώρα είναι επίσης κάτω από το μηδέν, σε πραγματικούς όρους, σε πολλές οικονομίες. Έτσι οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην νομισματική πολιτική και στη δημοσιονομική πολιτική έχουν ξεθωριάσει, καθώς οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις ενώνονται για να στηρίξουν το καταρρέον οικοδόμημα του καπιταλισμού.
Όσοι προηγουμένως διακήρυτταν την «αποτελεσματικότητα» της ελεύθερης αγοράς απαιτούν τώρα τα πιο ακραία μέτρα και κρατική παρέμβαση για τη διάσωση του καπιταλισμού. Η κρίση της covid-19 «μετατρέπει ακόμη και τους Tories σε σοσιαλιστές», σύμφωνα με το Συντηρητικό περιοδικό “The Spectator”.
Η άρχουσα τάξη διοχετεύει τρισεκατομμύρια στην παγκόσμια οικονομία. Οι πτωχευμένες μεγάλες επιχειρήσεις απαιτούν οικονομική διάσωση μέσω κρατικών επιχορηγήσεων. Και ιδέες όπως μια αθρόα ροή χρημάτων, που κάποτε χλευάζονταν και περιφρονούνταν, εξετάζονται τώρα ανοιχτά από τους σοβαρούς οικονομολόγους του κεφαλαίου.
Αλλά ακόμη και αυτό δεν είναι αρκετό. Η οικονομία βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, πέφτει γρηγορότερα και πιο βαθιά από την κρίση του 2008. Η ανεργία ανεβαίνει στα ύψη, με περισσότερα από 30 εκατομμύρια (επίσημα, μέχρι στιγμής) απολύσεις μόνο στις ΗΠΑ. Η σύγκριση με τη Μεγάλη Ύφεση του ‘29 δεν είναι υπερβολή. Αν μη τι άλλο, είναι μετριοπαθής.
Σε τελική ανάλυση, ο παγκόσμιος πληθυσμός – και η εργατική τάξη – είναι πολύ μεγαλύτερη τώρα από ό,τι στη δεκαετία του 1930. Και, το σημαντικότερο, η παγκόσμια οικονομία είναι πιο ενοποιημένη από ποτέ. Εν ολίγοις, αυτό που αντιμετωπίζουμε σήμερα, σε αντίθεση με οποιαδήποτε ύφεση στο παρελθόν, είναι μια πραγματικά παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού.
Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία
Ωστόσο, η ελπίδα για την ανάκαμψη του καπιταλισμού ποτέ δεν χάνεται. Εξού και οι αισιόδοξες προβλέψεις για ανάκαμψη σε σχήμα V, που σχηματίζει η απότομη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας κατά την καραντίνα, με την υποτιθέμενη ραγδαία ανάκαμψη που θα ακολουθήσει.
Δεν υπάρχει αμφιβολία για το πρώτο μέρος αυτής της πρόβλεψης. Το ΑΕΠ των ΗΠΑ προβλέπεται ήδη να συρρικνωθεί κατά περίπου ένα τρίτο μέσα στο δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, ανάγοντας το σε ετήσια βάση και πάνω από 5% για το 2020 συνολικά. Παρόμοιες εκτιμήσεις έχουν γίνει για την οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου και για την Ευρώπη.
Ωστόσο, το δεύτερο μισό αυτού του διαγράμματος σε σχήμα V δεν είναι και τόσο σίγουρο. Άλλωστε, υπάρχουν πολλά άλλα γράμματα στο αλφάβητο για την περιγραφή των καμπυλών του καπιταλισμού.
Κάποιοι έχουν μιλήσει για «σχήμα U», με μεγάλη κάμψη και πιθανή ανοδική πορεία κάποια στιγμή στο μέλλον. Άλλοι έχουν αναφέρει το γράμμα W, που αντιπροσωπεύει μια ύφεση «διπλής εμβύθισης» – μια διακριτή πιθανότητα εάν υπάρχει ξέσπασμα του ιού δεύτερου κύματος. Ένα «L», που αντιπροσωπεύει μια νέα ύφεση, έχει επίσης δυσοίωνα αναφερθεί. Μερικοί προειδοποίησαν ακόμη και για ένα «I»: μια ευθεία πτώση χωρίς τέλος!
Ποιο από αυτά – αν υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποιο πραγματικά – είναι το πιο πιθανό σενάριο; Και σε τι βασίζεται η ρόδινη εικόνα «σχήματος V» των καπιταλιστών;
Αυτή η πρόβλεψη για ταχεία ανάκαμψη βασίζεται στην ίδια ιδεαλιστική υπόθεση που πάντα παρακινούσε τους απολογητές του καπιταλισμού: την παντοδυναμία της αγοράς και την ανεξέλεγκτη πίστη τους σε αυτήν. Όπως επίσης και στην πεποίθηση ότι τα τρέχοντα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης είναι απλώς μια μεταβατική φάση.
Ναι, ίσως βυθιζόμαστε αυτή τη στιγμή, λένε οι πιο αισιόδοξοι καπιταλιστές. Αλλά η ασθένεια θα είναι σύντομα υπό έλεγχο και η «κανονικότητα» θα επιστρέψει. Στη συνέχεια, η οικονομία θα λειτουργήσει ξανά, σαν ένα ζώο που ξυπνά από τη χειμερία νάρκη, γεμάτο ζήλο, και η εύθυμη δημιουργία χρημάτων μπορεί να ξεκινήσει ξανά.
Πράγματι, οι περισσότερες φιλελεύθερες φωνές καλωσόρισαν ακόμη και την κρίση του covid-19 για την παροχή μιας έκρηξης που θα επιφέρει τη λεγόμενη «δημιουργική καταστροφή» του Σουμπέτερ. Αυτή είναι σαφώς και η θέση που προωθεί ο Πρόεδρος Τραμπ στις ΗΠΑ, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι «η θεραπεία δεν μπορεί να είναι χειρότερη από την ασθένεια». Και η ίδια απάνθρωπη γραμμή ακολουθείται από μια πτέρυγα των Συντηρητικών στη Βρετανία, που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίοι δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να βάλουν τα κέρδη πάνω από τις ανθρώπινες ζωές.
Η οικονομική κρίση είναι μεταδοτική
Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι ότι η παγκόσμια οικονομία δεν θα ανακάμψει. Η πανδημία θα αφήσει ανεξίτηλα σημάδια. Όταν ο καπιταλισμός καταρρέει, δεν σταματάει απλά ο χρόνος. Αντίθετα, οι βιομηχανίες που παραμένουν κλειστές κατά τη διάρκεια της καραντίνας και οι εργαζόμενοι που τίθενται σε αναστολή σύμβασης εργασίας – «προσωρινά» – μπορεί να μην επανέλθουν στη πρότερη κατάσταση ποτέ.
Όπως και ο ίδιος ο κορωνοϊός, «η οικονομική κρίση είναι επίσης μεταδοτική», γράφει ο οικονομολόγος Tim Harford στους Financial Times. Και «το οικονομικό έλλειμμα λόγω της καραντίνας αυξάνεται επίσης εκθετικά».
«Η καραντίνα μιας ημέρας είναι κάτι περισσότερο από μια αργία», συνεχίζει ο Harford. «Η καραντίνα δύο εβδομάδων απειλεί εκείνους που βρίσκονται ήδη σε επισφαλή θέση. Η καραντίνα τριών μηνών μπορεί να προκαλέσει εκτεταμένες ζημιές που διαρκούν χρόνια».
Υπάρχουν ανεπαρκή στοιχεία που υποδηλώνουν ότι η ζήτηση, που αυτή τη στιγμή αδρανεί λόγω του εγκλεισμού, θα βγει απότομα στην επιφάνεια μόλις αρθεί η καραντίνα. Ο τουρισμός, το λιανικό εμπόριο και η ψυχαγωγία μπορεί να μην είναι ποτέ ξανά όπως πριν. Για παράδειγμα, περίπου το 60-70% των ανθρώπων που ρωτήθηκαν σε έρευνα των Financial Times, έχουν δηλώσει ότι είναι απίθανο να κάνουν κράτηση για διακοπές το 2021, λόγω οικονομικών και υγειονομικών ανησυχιών. Μόνο το 20% πιστεύει ότι θα ξεχυθεί στα καταστήματα αμέσως μόλις (αν) ανοίξουν ξανά.
Το ίδιο ισχύει και για τις γιγαντιαίες βιομηχανίες αυτοκινήτων ανά τον κόσμο, πολλές από τις οποίες «δοκιμάζονταν» ήδη πριν από την εμφάνιση του κορωνοϊού. Εταιρείες όπως η Fiat Chrysler πρόκειται να χρεοκοπήσουν μετά από μόλις τρεις μήνες υποχρεωτικής παύσης των εργασιών λόγω του covid-19. Άλλες, όπως η Ford και η Renault, απέχουν μόλις μερικούς μήνες περισσότερο από την οικονομική κατάρρευση. Και δεν πρέπει να αγνοείται το γεγονός ότι όλες αυτές οι βιομηχανίες όχι μόνο απασχολούν εκατομμύρια εργαζόμενους άμεσα, αλλά δημιουργούν και θέσεις εργασίας για ένα τεράστιο δίκτυο προμηθευτών.
Ταυτόχρονα, πολλές επιχειρήσεις «ζόμπι» διατηρήθηκαν μισο-ζώντανες μέσω μιας στρατηγικής φθηνής πίστωσης, μόνιμου χαρακτήρα, τα τελευταία χρόνια. Αυτή η νέα ύφεση θα μπορούσε τελικά να τις «θάψει» οριστικά. Οι τράπεζες προετοιμάζονται ήδη για την επακόλουθη μετάδοση χρεοκοπίας που θα εξαπλωνόταν μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Και οι μετοχές «φούσκες» ξεσπούν παντού, καθώς οι επενδυτές υποχωρούν από τις πιο ριψοκίνδυνες επιχειρήσεις, αναζητώντας ένα ασφαλές καταφύγιο σε μετρητά.
Οργανική κρίση
Ο καπιταλισμός δεν λειτουργεί σαν ένα «γιο-γιο». Η οικονομία δεν μπορεί απλά να κινηθεί πτωτικά και μετά να ανεβεί. Υπάρχουν στιγμές που συμβαίνουν τέτοιες υφέσεις, που αντιπροσωπεύουν τη ρυθμική αναπνοή του καπιταλιστικού «επιχειρηματικού κύκλου». Αλλά αυτή η κρίση – που πηγάζει από τη βαθιά ύφεση του 2008 – δεν αποτελεί μια τέτοια περίπτωση.
Αντίθετα, βρισκόμαστε σε μια εποχή καπιταλιστικής παρακμής, αντιμετωπίζοντας μια οργανική κρίση του καπιταλισμού: μια κατάσταση στην οποία το σύστημα παγιδεύεται σε μια φαύλη πτωτική σπείρα, όπου η μείωση της απασχόλησης οδηγεί σε μείωση της ζήτησης, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε μείωση των επενδύσεων, και συνεπώς, σε περαιτέρω μείωση της απασχόλησης, και ούτω καθεξής.
Επιπλέον, σε αντίθεση με την κρίση του 2008-09, η κρίση σήμερα είναι πραγματικά παγκόσμια. Τότε, όπως εξηγεί συνοπτικά ο Martin Wolf στους Financial Times, η Κίνα μπόρεσε να καταγράψει επίπεδα ανάκαμψης ρεκόρ βάσει της εκτέλεσης ενός τεράστιου προγράμματος κεϋνσιανών δαπανών. Αυτό, με τη σειρά του, παρέσυρε τις οικονομίες των μεγάλων εξαγωγέων βασικών προϊόντων – όπως η Βραζιλία και η Νότια Αφρική – καθώς επίσης των παραγωγών πετρελαίου.
Αλλά τώρα, η Κίνα πνίγεται στα χρέη. Όπως οι ομόλογοι τους παντού, οι ηγέτες στο Πεκίνο έχουν εξαντλήσει τα «πυρομαχικά» για την καταπολέμηση αυτής της νέας οικονομικής κρίσης. Ακόμα και εν μέσω καραντίνας (προς το παρόν), η κινεζική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει έναν ανηφορικό δρόμο. Σε τελική ανάλυση, με τον υπόλοιπο κόσμο σε κατάσταση αναστολής λειτουργίας, ποιος θα αγοράσει κινεζικές εξαγωγές;
Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζει κάθε άλλη χώρα αντίστροφα. Ακόμα και αν λήξει η αναστολή λειτουργίας των επιχειρήσεων, πώς μπορεί η Αμερική ή η Γερμανία να ελπίζουν να ανακάμψουν, εκτός εάν έχουν κάποια άλλη αγορά αλλού, για τα προϊόντα τους; Κάτω από τον καπιταλισμό, βλέπουμε ότι οι μοίρες κάθε χώρας συνδέονται μεταξύ τους. Όπως είπε σωστά ο Αμερικανός εθνοπατέρας Βενιαμίν Φραγκλίνος: « Πρέπει όλοι να είμαστε ενωμένοι, ή αλλιώς, σίγουρα, όλοι θα κρεμαστούμε ξεχωριστά».
Η τρέχουσα ύφεση, λοιπόν, δεν είναι απλώς εφήμερο επεισόδιο. Αντιθέτως, αντιπροσωπεύει ένα θεμελιώδες σημείο καμπής στην παγκόσμια ιστορία· στην ανάπτυξη – και την πτώση – του καπιταλισμού. Αυτή η σκληρή αλήθεια, αν δεν έχει ήδη, σύντομα θα εντυπωθεί στη συνείδηση ακόμα και του πιο φανατικού υποστηρικτή του καπιταλισμού. Και είναι μια επαναστατική πραγματικότητα που εμείς, οι μαρξιστές, πρέπει να αναγνωρίσουμε πλήρως.
Πληθωρισμός, αποπληθωρισμός ή χάος;
Στην προσπάθειά της να σώσει το σύστημα, η καπιταλιστική τάξη πετάει δεκαετίες – όχι, αιώνες – ορθόδοξης ελεύθερης αγοράς. Η κρατική παρέμβαση είναι στην ημερήσια διάταξη.
Σε όλο τον κόσμο, οι κυβερνήσεις γίνονται οι «δανειστές, δανειολήπτες και καταναλωτές της έσχατης λύσης», προστατεύοντας τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις και στηρίζοντας ολόκληρη την οικονομία. Για άλλη μια φορά, φαίνεται ότι «είμαστε όλοι κεϋνσιανοί τώρα», όπως είχε αναφέρει ο Μίλτον Φρίντμαν το 1965.
Το δημόσιο χρέος διογκώνεται, καθώς οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής κρύβουν το πρόβλημα «κάτω από το χαλί». Το ΔΝΤ προβλέπει ότι το συνολικό δημόσιο χρέος θα αυξηθεί κατά 6 τρισ. δολάρια φέτος στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες – αύξηση από 105% του ΑΕΠ σε 122%.
Αλλά οι απελπισμένοι χρόνοι απαιτούν απεγνωσμένα μέτρα. Και άλλοι προτείνουν ιδέες που πριν από λίγους μήνες θα θεωρούνταν ανάθεμα. Μεταξύ αυτών είναι η πρόταση ότι το δημόσιο χρέος θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί απευθείας από τις κεντρικές τράπεζες.
Κανονικά, το εθνικό χρέος πωλείται στην αγορά με τη μορφή ομολόγων. Kαι οι κυβερνήσεις πρέπει να βρουν πρόθυμους πιστωτές. Αλλά σε τέτοιες περιόδους ανάγκης, είναι πρόθυμοι να παραλείψουν τους μεσάζοντες και να πάρουν την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, την Τράπεζα της Αγγλίας και τις εκάστοτε τράπεζες των άλλων κρατών, για να καλύψουν τα ίδια τα κρατικά ομόλογα.
Μια εύλογη απορία που γεννάται, είναι: πώς μπορεί να χρηματοδοτηθεί αυτό; Με απλά λόγια: εκτυπώνοντας χρήματα. Αυτό, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε ανησυχίες σχετικά με την απειλή του πληθωρισμού. Σε τελική ανάλυση, η ίδια η μπουρζουαζία δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να επιπλήξει τη Βενεζουέλα, όπου οι προσπάθειες χρηματοδότησης των δημοσίων δαπανών μέσω της δημιουργίας νέων χρημάτων έχουν οδηγήσει σε ανεξέλεγκτο υπερπληθωρισμό.
Είναι γνωστό ότι, αν δεν γίνει κάποια αλλαγή στην παραγωγή και τη ζήτηση, μια μαζική εισροή μετρητών στην οικονομία προβλέπεται να προκαλέσει πληθωρισμό. Όπως εξήγησε ο Μαρξ, το χρήμα είναι τελικά μια αναπαράσταση της αξίας – η αξία των προϊόντων σε κυκλοφορία. Εάν υπάρχουν περισσότερα χρήματα που αντιστοιχούν στην ίδια ποσότητα αγαθών (ή λιγότερων), τότε θα υπάρξει μια γενικευμένη αύξηση των τιμών, δηλαδή ο πληθωρισμός.
Αλλά τώρα, όπως τονίστηκε παραπάνω, είναι πασιφανές ότι έχουν επέλθει τεράστιες αλλαγές στην παραγωγή και τη ζήτηση. Οι αντισταθμιστικές δυνάμεις έχουν ενεργοποιηθεί – κυρίως, η τεράστια πτώση της ζήτησης που έχει προκύψει λόγω της παγκόσμιας καραντίνας. Η προσφορά μπορεί να είναι περιορισμένη, αλλά η ζήτηση μειώνεται ακόμη πιο γρήγορα. Αυτό δρα ως οπισθέλκουσα δύναμη στις τιμές των προϊόντων.
Οι αρνητικές τιμές του πετρελαίου είναι η πιο οξεία έκφραση αυτού. Αλλά με εξαίρεση ορισμένα αγαθά πρώτης ανάγκης (όπως τα τρόφιμα), οι τιμές πέφτουν γενικά, καθώς η αγορά συρρικνώνεται και ο ανταγωνισμός εντείνεται.
Οι βιομηχανίες σε γενικές γραμμές πρόκειται να καταρρεύσουν. Η μαζική ανεργία θα επιταχύνει την πτωτική πορεία των μισθών και των συνθηκών εργασίας. Η παγκόσμια οικονομία έχει μπει σε μια πτωτική σπειροειδή τροχιά. Πολλοί από τους πιο διορατικούς εκπροσώπους της καπιταλιστικής τάξης, επομένως, φοβούνται πολύ περισσότερο τον αποπληθωρισμό μακροπρόθεσμα από τον πληθωρισμό.
Είναι επίσης σημαντικό να θυμόμαστε ότι σε αυτήν την εποχή, η προσφορά χρήματος δεν καθορίζεται κυρίως από τις κεντρικές τράπεζες. Αυτές είναι μόνο υπεύθυνες για τον καθορισμό της προμήθειας «βάσης». Ο τεράστιος όγκος χρημάτων στην οικονομία έρχεται στην πραγματικότητα με τη μορφή πίστωσης, που δημιουργήθηκε από ιδιωτικές τράπεζες ως αντάλλαγμα στη ζήτηση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών για δάνεια και υποθήκες.
Αλλά με την «πραγματική ζήτηση» – υπό μορφή επενδύσεων και κατανάλωσης – να μειώνεται, η ζήτηση πίστωσης μειώνεται επίσης γρήγορα. Με άλλα λόγια, τα χρήματα που δημιουργούνται δημόσια από τις κεντρικές τράπεζες είναι μια μάταιη προσπάθεια να ξεπεραστεί η κατάρρευση των χρημάτων που δημιουργήθηκαν ιδιωτικά από το τραπεζικό σύστημα.
Υπερπαραγωγή
Η ποσοτική χαλάρωση περιλαμβάνει μια παρόμοια διαδικασία με την πρόσφατα προτεινόμενη αγορά ομολόγων από τις κεντρικές τράπεζες. Αλλά αντί οι κεντρικές τράπεζες να αγοράζουν άμεσα κρατικά ομόλογα, κατά την ποσοτική χαλάρωση δημιουργείται χρήμα ώστε να αγοραστούν αυτά τα χρεόγραφα (όπως είναι τα κρατικά ομόλογα), από τις τράπεζες. Απελευθερώνονται έτσι κεφάλαια που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για δανεισμό σε επιχειρήσεις στην πραγματική οικονομία.
Έτσι τουλάχιστον γίνεται στη θεωρία. Στην πραγματικότητα όμως, αυτά τα πρόσθετα χρήματα που δημιουργούνται μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης δεν φτάνουν ποτέ στην πραγματική οικονομία. Αυτό αποδεικνύουν οι χαμηλές ή και μηδενικές ακόμα, τιμές πληθωρισμού την τελευταία δεκαετία σε όλο τον κόσμο.
Αντ ‘αυτού, οι τράπεζες απλώς χρησιμοποίησαν τα επιπλέον χρήματα για να αυξήσουν τα κέρδη τους. Και χωρίς καθόλου επικερδείς επενδύσεις οπουδήποτε, οι μετοχές «φούσκες» διογκώθηκαν και οι χρηματιστηριακές αγορές βρίθουν από κερδοσκοπικές μεθόδους όπως η επαναγορά ιδίων μετοχών.
Η μέθοδος όμως αυτή δεν θα έχει αποτέλεσμα, γιατί μπορεί μεν οι κυβερνήσεις, μέσω των κεντρικών τραπεζών, να έχουν τη δυνατότητα να εκτυπώσουν όσα χρήματα θελήσουν, αλλά δεν μπορούν να αναγκάσουν τους καπιταλιστές να τα επενδύσουν.
Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα παραγωγής με σκοπό το κέρδος. Οι καπιταλιστές θα επενδύσουν μόνο εάν υπάρχει προοπτική κέρδους. Και εδώ και πάνω από μια δεκαετία, η παγκόσμια οικονομία χαρακτηρίζεται κυρίως από ένα πλήθος αδιάθετων εμπορευμάτων, από αδράνεια εταιρικών ταμειακών αποθεμάτων και από «πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα».
Με άλλα λόγια, οι επιχειρηματικές επενδύσεις βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, όχι λόγω έλλειψης χρημάτων («ρευστότητας»), αλλά λόγω της κρίσης υπερπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος. Και αντί να γίνονται βήματα ώστε να ξεπεραστεί αυτό το πρόβλημα, η πανδημία αναμένεται να επιδεινώσει όλες αυτές τις υπάρχουσες εντάσεις.
Ωστόσο, καθώς γίνεται άρση της καραντίνας, ο κίνδυνος πληθωρισμού σε συγκεκριμένες περιοχές θα μπορούσε να κάνει την εμφάνιση του. Αυτή τη στιγμή, με τα καταστήματα κλειστά και τη βιομηχανία σε αναστολή λειτουργίας, τα χρήματα που ρίχνονται στην οικονομία δεν έχουν που να επενδυθούν. Πολλά θα εξοικονομηθούν για το μέλλον, όταν οι επιχειρήσεις ανοίξουν ξανά. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των δαπανών περαιτέρω.
Αλλά με την επανεκκίνηση της παραγωγής με σποραδικό και άνισο τρόπο, με τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού διαλυμένες και την πιθανή εμφάνιση προστατευτισμού, αυτή η αυξημένη ζήτηση θα μπορούσε να χτυπήσει στο τείχος της περιορισμένης προσφοράς. Έτσι ο πληθωρισμός σε ορισμένους τομείς θα ήταν πολύ πιθανό να προκύψει.
Ομοίως, εάν οι κυβερνήσεις παντού ακολουθήσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα (χρηματοδότηση του ελλείμματος) και τις επεκτατικές πολιτικές επ ‘αόριστον, τότε αυτό θα οδηγήσει τελικά σε πληθωρισμό – η ακόμα και σε υπερπληθωρισμό – καθώς η τεχνητά διευρυμένη ζήτηση έρχεται σε σύγκρουση με τα όρια των παραγωγικών δυνάμεων του καπιταλισμού.
Είναι αδύνατο να πούμε ακριβώς πώς τα πράγματα θα εξελιχθούν στην πράξη. Η μαρξιστική οικονομική θεωρία δεν είναι μια κρυστάλλινη σφαίρα, αλλά μια διαλεκτική και υλιστική ανάλυση του δυναμικού, περίπλοκου και αντιφατικού συστήματος όπως είναι ο καπιταλισμός.
Αυτό που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι τυχόν υπολείμματα σταθερότητας θα εξαλειφθούν γρήγορα. Η μεταβλητότητα και η αναταραχή είναι τα νέα χαρακτηριστικά που θα επικρατούν στην παγκόσμια οικονομία. Περίοδοι πληθωρισμού θα εναλλάσσονται με φάσεις που θα επικρατούν η ύφεση και ο αποπληθωρισμός. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό θα είναι ένα καπιταλιστικό χάος.
Τίποτα δωρεάν
Ενώ όλοι δηλώνουν ευτυχείς να ρίξουν χρήματα στην κρίση στο άμεσο μέλλον, οι πιο σοβαροί καπιταλιστές γνωρίζουν επίσης ότι δεν δίνεται τίποτα δωρεάν. Τα δημόσια χρέη που έχουν συσσωρευτεί τώρα θα πρέπει να αποπληρωθούν στο εγγύς μέλλον – και με τόκους. Κάποιος θα πρέπει να πληρώσει για αυτήν την κρίση.
Σε μια πρόσφατη έκδοση, ο Economist σκιαγραφεί τις επιλογές που αντιμετωπίζουν οι κυρίαρχες κυβερνήσεις με μεγάλη επιρροή σε ολόκληρο τον κόσμο. Συνοπτικά, το φιλελεύθερο περιοδικό καταλήγει: τα χρέη θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με έναν από τους τρεις τρόπους: μέσω φόρων, μέσω του πληθωρισμού ή μέσω χρεοκοπίας(αδυναμία πληρωμής).
Το παράδειγμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου παρατίθεται, όταν η Βρετανία εμφανίστηκε με ένα εθνικό χρέος ισοδύναμο με πάνω από 270% του ΑΕΠ. Τότε, χρησιμοποιήθηκε ένας συνδυασμός πληθωριστικών πολιτικών και αυξημένων φόρων για τη μείωση του χρέους κάτω από 50% του ΑΕΠ. Η πρωτοφανής ανάπτυξη βοήθησε επίσης, μειώνοντας το βάρος του χρέους σε σχέση με το μέγεθος της συνολικής οικονομίας.
Το άρθρο προτείνει την ανάπτυξη ενός παρόμοιου οικονομικού οπλοστασίου σήμερα. Αλλά όπως κάνουν πάντα οι φιλελεύθεροι, οι συντάκτες του περιοδικού αποφεύγουν το πολιτικό ερώτημα στο επίκεντρο αυτής της επιλογής: Ποιος πληρώνει;
Καμία από τις τρεις προαναφερθείσες προτάσεις για την αντιμετώπιση του χρέους, δεν είναι «ουδέτερη». Στο τέλος της ημέρας, υπάρχει ένα ταξικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί. Οι φόροι, για παράδειγμα, δεν είναι αφηρημένοι αριθμοί. Πρέπει να τους επωμισθεί είτε η καπιταλιστική, είτε η εργατική τάξη. Αλλά η πρώτη αποτρέπει την επιχειρηματική επένδυση, ενώ η δεύτερη αδυνατεί να καταναλώσει.
Το ίδιο ισχύει και με την πρόταση της χρεοκοπίας. Σε τελική ανάλυση, σε ποιον ανήκει το χρέος; Και πάλι, είτε στους καπιταλιστές, που κρατούν το δημόσιο χρέος ώστε να το χρησιμοποιήσουν για επενδύσεις, είτε στους εργαζόμενους, με τη μορφή συντάξεων και άλλων αποταμιεύσεων ζωής.
Το ίδιο με τον πληθωρισμό, ο οποίος με την ίδια την παραδοχή του περιοδικού Economist, «θα έφερνε αυθαίρετες ανακατανομές πλούτου σε βάρος των φτωχών». Ταυτόχρονα, πρέπει να τονίσουμε ότι οι οικονομικές προοπτικές μετά την πανδημία δεν θα είναι αναπτυξιακές. Δεν θα υπάρξει επανάληψη του μεταπολεμικού ξεσπάσματος ανάπτυξης, η οποία προέκυψε από έναν άνευ προηγουμένου συνδυασμό παραγόντων που δεν μπορούν να επαναληφθούν σήμερα.
Πράγματι, τα χρέη – δημόσια και ιδιωτικά – ήταν ήδη σε εντυπωσιακά επίπεδα πριν από την κρίση της covid-19. Καθώς τα νοικοκυριά, οι επιχειρήσεις και οι κυβερνήσεις εξοφλούν αυτά τα συσσωρευμένα χρέη του παρελθόντος, υπονομεύεται η αγοραστική δύναμη – ζήτηση – στο μέλλον.
Με τη σειρά της, όπως προαναφέρθηκε, η πτώση στη ζήτηση μειώνει τις τιμές, οδηγώντας σε πιθανό αποπληθωρισμό. Και η μειωμένη ζήτηση των καταναλωτών επίσης σημαίνει αναιμική ανάπτυξη – ή ακόμα και μηδενική. Και όλα αυτά αυξάνουν την πραγματική αξία – και το βάρος – του χρέους.
Ταξική πάλη
Όλα τα παραπάνω θα επιφέρουν ένα «τσουνάμι» επιθέσεων κατά της εργατικής τάξης. Ο αυτοματισμός είναι πιθανό να αυξηθεί μετά την πανδημία, καθώς για παράδειγμα οι επιχειρήσεις θα προσπαθήσουν να μειώσουν την εξάρτησή τους από τους εργαζόμενους. Δημιουργούνται έτσι ανησυχίες για έναν «αγώνα ενάντια στις μηχανές».
Ο διεθνής ανταγωνισμός μεταξύ των εργαζομένων θα ενταθεί, καθώς η παγκόσμια αγορά εργασίας επεκτείνεται λόγω της αύξησης της εξ αποστάσεως εργασίας, της τηλεδιάσκεψης και άλλων νέων τεχνολογιών επικοινωνίας στο χώρο εργασίας.
Χωρίς ισοδύναμες αυξήσεις στις αποδοχές των εργαζομένων, εν τω μεταξύ, οι τελευταίοι θα δουν μια πραγματική μείωση των μισθών τους ως αποτέλεσμα οποιουδήποτε πληθωρισμού. Αυτό θα οδηγούσε σε ένα κύμα βιομηχανικών απεργιών και αγώνων, καθώς οι εργάτες θα αναζητήσουν να κερδίσουν πίσω όσα έχουν χάσει.
Αυτή η εντατικοποίηση της ταξικής πάλης είναι η προοπτική που λείπει από τις ασαφείς εκτιμήσεις των φιλελεύθερων σχολιαστών. Παρόλο που ακόμη και οι ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι του Economist αναγκάζονται απρόθυμα να συμπεράνουν ότι: «Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι λογαριασμοί τελικά θα πληρωθούν. Όταν αυτό συμβεί, μπορεί να μην υπάρχει ένας ανώδυνος τρόπος να τακτοποιηθεί».
Σε τελική ανάλυση, η κοινωνία χωρίζεται σε τάξεις. Είτε η καπιταλιστική τάξη, είτε η εργατική τάξη θα πρέπει να πληρώσει για αυτήν την κρίση. Και το τελικό αποτέλεσμα δεν θα καθοριστεί από οικονομικές εξισώσεις ή σχέδια επί χάρτου, αλλά από μια μάχη ζωντανών δυνάμεων.
Σας καλούμε να συμμετάσχετε μαζί μας σε αυτή τη μάχη, από την πλευρά των εργατών και της νεολαίας, ώστε να αγωνιστούμε για ένα σοσιαλιστικό μέλλον.