Η ακολουθία γεγονότων και αποκαλύψεων του τελευταίου ενός περίπου μήνα, γύρω από τη δυσώδη υπόθεση των παρακολουθήσεων, έχει εντείνει τις αντιφάσεις και το πολιτικό αδιέξοδο της κυβέρνησης, καθώς και γενικότερα του αστικού καθεστώτος. Πρόκειται για ένα αδιέξοδο που αντανακλά το γενικότερο οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό αδιέξοδο του ελληνικού καπιταλισμού, στο ευρύτερο πλαίσιο της ιστορικής κρίσης που «βιώνει» το καπιταλιστικό σύστημα σε παγκόσμιο επίπεδο.
[Source]
Η πλέον πρόσφατη εξέλιξη ήταν η επίσημη κοινοποίηση προς τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα, μέρους της έρευνας που διεξήγαγε η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), από τον επικεφαλής της, Χρήστο Ράμμο. Με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώθηκε με τον πιο επίσημο τρόπο ένας πρώτος αριθμός παρακολουθήσεων, που πραγματοποιούνταν από τις μυστικές υπηρεσίες (ΕΥΠ) υπό την εποπτεία Μητσοτάκη, ενώ οι έρευνες της ΑΔΑΕ συνεχίζονται.
Κυβερνητικές προκλήσεις
Η πρώτη αντίδραση της κυβέρνησης υπήρξε μια ευθεία επίθεση προς τον Ράμμο και μια γενικότερα ανερμάτιστη και πανικόβλητη τοποθέτηση, διά στόματος του κυβερνητικού εκπροσώπου και σχεδόν «επαγγελματία διασπορέα fake news», Γ. Οικονόμου. Είχε προηγηθεί μια συστηματική προσπάθεια να παρεμποδιστεί η ίδια η έρευνα της ΑΔΑΕ, με αποκορύφωμα την περίφημη «γνωμοδότηση» του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ισίδωρου Ντογιάκου, ενάντια στους ελέγχους που σκόπευε να πραγματοποιήσει η ΑΔΑΕ στις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, συνοδευόμενη μάλιστα και από την απειλή φυλάκισης προς τα μέλη της Αρχής και τον ίδιο τον Ράμμο. Φυσικά, αυτή αποτέλεσε μία – ακόμα – απροκάλυπτα φιλοκυβερνητική και νομικά απόλυτα αβάσιμη και αντισυνταγματική «πρωτοβουλία» του εισαγγελέα, που δέχθηκε «ομοβροντία» κριτικής από νομικούς.
Ανάλογη υπήρξε η στάση των κυβερνητικών στελεχών στο Ευρωπαϊκό επίπεδο, όπου έχει δεχθεί σκληρή κριτική από την αρμόδια επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου, PEGA. Η τελευταία μάλιστα, έκανε για πολλοστή φορά αυστηρές συστάσεις προς την κυβέρνηση, ζητώντας εκτός των άλλων την εμπλοκή της Europol στις έρευνες.
Εξίσου πρόδηλη πανικού είναι και η προσπάθεια, τόσο των στελεχών της κυβέρνησης όσο και των ανοιχτά φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ, να αγνοήσουν τις αποκαλύψεις ή να υποβαθμίσουν τη σημασία τους. Χαρακτηριστικά, τις πρώτες ώρες μετά τις αποκαλύψεις επιχείρησαν να μετατρέψουν σε κυρίαρχα θέματα της πολιτικής επικαιρότητας το νέο επεισόδιο της κακοστημένης παράστασης με τίτλο «κόντρα Ερντογάν – Μητσοτάκη» και τη φερόμενη εμπλοκή σε τριτοκλασάτη οικονομική απάτη ενός προστατευόμενου μάρτυρα από την υπόθεση Novartis. Με αφορμή την τελευταία, μάλιστα, τα ΜΜΕ και κυβερνητικά στελέχη συνέχισαν να περιγράφουν ως «σκευωρία Novartis» ένα από τα μεγαλύτερα διεθνή σκάνδαλα των τελευταίων δεκαετιών.
«Λελογισμένη» αποστασιοποίηση της άρχουσας τάξης
Στο φως των αποκαλύψεων, μια σειρά αστοί πολιτικοί, δημοσιογράφοι, και άλλοι επιφανείς εκπρόσωποι της ελληνικής άρχουσας τάξης έχουν αποστασιοποιηθεί από την κυβέρνηση για το ζήτημα των παρακολουθήσεων. Φυσικά, σε μια εχθρική στάση έχει εξωθηθεί εκ των πραγμάτων η ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, με τον Νίκο Ανδρουλάκη να έχει αποτελέσει τον πρώτο πολιτικό που αποκαλύφθηκε ότι υπήρξε θύμα παρακολούθησης. Αλλά και μια σειρά στελέχη της ΝΔ, καθώς και πολιτικοί και δημοσιογράφοι – εκφραστές της ελληνικής άρχουσας τάξης, έχουν τοποθετηθεί επικριτικά προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη, λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτά.
Από τη μια πλευρά, το βάθος της υπόθεσης είναι τέτοιο που δεν μπορεί να αγνοηθεί και, σε συνδυασμό με τα αντιλαϊκά πεπραγμένα της μέχρι τώρα θητείας της, συμβάλλει αποφασιστικά στην αντιδημοφιλία της κυβέρνησης. Έτσι, η άρχουσα τάξη καταλαβαίνει ότι ο Μητσοτάκης γίνεται παρελθόν ως επικεφαλής του πολιτικού προσωπικού της και μπορεί μόνο να προσβλέπει είτε σε μια ομαλή και σταδιακή «αλλαγή φρουράς» αν εκείνος καταφέρει σε πρώτη φάση να κερδίσει τις επερχόμενες εκλογές είτε σε μια πιο άμεση αντικατάστασή του έπειτα από ενδεχόμενη εκλογική ήττα.
Από την άλλη, καθώς μια εκλογική νίκη του παραδοσιακού κόμματος της ελληνικής αστικής τάξης γίνεται πιο πιθανή όσο λιγότερο διασπασμένο εμφανίζεται αυτό στην κορυφή του και όσο λιγότερο φθαρμένη μοιάζει η εικόνα του αρχηγού του, είναι αναπόφευκτο η κριτική προς την ηγετική ομάδα Μητσοτάκη να είναι κατά κανόνα μετριοπαθής και «λελογισμένη» και η αποστασιοποίηση σχετικά διακριτική. Επιπλέον, μια ανοιχτή διάσπαση στις κορυφές του ελληνικού αστικού καθεστώτος θα ενθάρρυνε το εργατικό κίνημα και τη νεολαία να κινητοποιηθούν πιο αποφασιστικά, όταν επανειλημμένα το τελευταίο διάστημα έχουν δείξει ότι ξεπερνούν την απογοήτευση και τον πεσιμισμό που είχαν επικρατήσει μετά την προδοσία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ το 2015.
Αυτήν ακριβώς την επιδιωκόμενη ισορροπία αντανακλούν και οι «ψύχραιμες» αλλά επίμονες εκκλήσεις της «ναυαρχίδας» του ελληνικού αστικού τύπου, Καθημερινής, να «χυθεί άπλετο φως» και άμεσα στην υπόθεση των παρακολουθήσεων, «να μη μείνουν σκιές» που «θα προκαλέσουν πολιτική αβεβαιότητα», κ.ο.κ.
Το εργατικό κίνημα και η νεολαία ο πραγματικά σημαντικός στόχος των παρακολουθήσεων
Οι παρακολουθήσεις μερικών δεκάδων ή και εκατοντάδων σημαντικών προσωπικοτήτων του ελληνικού αστικού καθεστώτος είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, το οποίο ήταν ήδη γνωστό ότι αποτελείται από χιλιάδες «νόμιμες» παρακολουθήσεις από τις μυστικές υπηρεσίες. Όπως δείξαμε αναλυτικά σε προηγούμενο άρθρο μας, ο αριθμός αυτός αυξήθηκε αμέσως μετά από κάθε μεγάλο κίνημα της εργατικής τάξης ή και της νεολαίας κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Αυτό επιβεβαιώνει ότι οι πραγματικοί στόχοι του – εκ φύσεως «εθισμένου» σε αντιδραστικές μεθόδους όπως οι παρακολουθήσεις – αστικού κρατικού μηχανισμού είναι οι αγωνιστές και αγωνίστριες του εργατικού κινήματος και της νεολαίας.
Εκτός από το βασικότερο θύμα, η εργατική τάξη είναι και η μόνη κοινωνική δύναμη που έχει συμφέρον και μπορεί να βάλει τέλος σε αυτού του είδους τον βοναπαρτιστικό κατήφορο της ελληνικής άρχουσας τάξης και να υπερασπιστεί – ουσιαστικά και όχι στα λόγια – τα δημοκρατικά δικαιώματα. Οσοδήποτε πολλά και «υψηλά ιστάμενα» πρόσωπα από τις γραμμές της καπιταλιστικής άρχουσας τάξης και αν αποκαλυφθεί ότι παρακολουθούνταν από μια άλλη μερίδα της, συνολικά ως κοινωνική τάξη έχει συμφέρον από τη διατήρηση αυτών των βρώμικων αντιδημοκρατικών μεθόδων, που αποτελούν άλλωστε σημαντικό πυλώνα της πολιτικής εξουσίας της.
Κατά συνέπεια, η μόνη αντίδραση από την πλευρά τμημάτων της αστικής τάξης δεν μπορεί να είναι τίποτα περισσότερο από εκκλήσεις να μην κάνουν «υπερβολές» οι κατά τ’ άλλα απόλυτα νόμιμοι και θεσμικοί ωτακουστές. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, στη συνάντησή της με τον Αλέξη Τσίπρα μετά τις τελευταίες αποκαλύψεις, «οι αρχές έχουν καθήκον να προστατεύουν τόσο την εθνική ασφάλεια όσο και τα δικαιώματα των πολιτών, μια δύσκολη στάθμιση […]», ή, σύμφωνα με το κύριο άρθρο της Καθημερινής με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ισορροπία», «να ξαναβρεί η χώρα την ισορροπία μεταξύ ασφάλειας και δικαιωμάτων». Μόνο με την εγκαθίδρυση μιας ανώτερης μορφής δημοκρατίας, της εργατικής δημοκρατίας, στην οποία η πολιτική – αλλά και η οικονομική – εξουσία θα βρίσκονται στα χέρια της ίδιας της εργαζόμενης πλειοψηφίας της κοινωνίας, μπορούν να πάψουν να θεωρούνται έννοιες αντιτιθέμενες η ασφάλεια και τα δημοκρατικά δικαιώματα.