Νεότερη ανάλυση για τα γεγονότα στο Καζακστάν. Η επαναστατική δυναμική της εξέγερσης, η επέμβαση της Ρωσίας και η άγρια καταστολή. Οι προοπτικές του κινήματος και η αναγκαία θέση της Αριστεράς.
Στις 6 Ιανουαρίου, ο στρατός και οι δυνάμεις ασφαλείας του Καζακστάν με την υποστήριξη ρωσικών ειδικών δυνάμεων κινήθηκαν για να καταστείλουν βίαια, το κίνημα που έχει εξελιχθεί στο μεγαλύτερο μαζικό κίνημα στο Καζακστάν, από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Την Πέμπτη 6 Ιανουαρίου, οδομαχίες έλαβαν χώρα σε πολλές μεγάλες πόλεις του Καζακστάν, αφού οι αρχές κήρυξαν τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και κινητοποίησαν τον στρατό για να αποκαταστήσει την εξουσία τους. Σε ένα μήνυμα που είχε σκοπό να σοκάρει και να προκαλέσει, ένας εκπρόσωπος της αστυνομίας είπε στην κρατική τηλεόραση, ότι «δεκάδες επιτιθέμενοι εξοντώθηκαν». Υπάρχουν αναφορές για εκατοντάδες τραυματίες και χιλιάδες συλληφθέντες. Εμφανιζόμενος στην τηλεόραση την Παρασκευή 7 Ιανουαρίου, ο πρόεδρος Κασίμ-Ζομάρτ Τοκάγιεφ είπε με πομπώδες ύφος, ότι έδωσε προσωπικά ο ίδιος εντολή στις δυνάμεις ασφαλείας και τον στρατό να «ανοίξουν πυρ με θανατηφόρα ισχύ» εναντίον όσων αποκάλεσε «ληστές και τρομοκράτες».
Είναι σαφές ότι ο κρατικός μηχανισμός κινείται απότομα και βίαια για να ανακτήσει τον έλεγχο, ο οποίος φαινόταν να ξεφεύγει από τα χέρια του τις προηγούμενες ημέρες. Όλα τα αεροδρόμια, οι δρόμοι, οι πλατείες και άλλα βασικά σημεία επικοινωνίας και συγκοινωνίας, τα οποία προηγουμένως είχαν καταληφθεί από τους διαδηλωτές, βρίσκονται πλέον και πάλι σταθερά στα χέρια του κράτους.
Ελλείψει οποιασδήποτε διακριτής ηγεσίας και οργάνωσης, μια τέτοια συντριπτική δύναμη φαίνεται, τουλάχιστον προς το παρόν, να έχει νικήσει τις διαδηλώσεις, που την περασμένη εβδομάδα είχαν κατακλύσει όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Το κίνημα απέκτησε ημι-εξεγερτικό χαρακτήρα αφού κατελήφθησαν αεροδρόμια και κυβερνητικά κτίρια σε μεγάλες πόλεις και υπήρξαν δείγματα αδελφοποίησης μεταξύ της αστυνομίας και των διαδηλωτών. Χωρίς όμως να υπάρχει ένα σαφές σχέδιο για τα επόμενα βήματα, από εκεί και πέρα, η πρωτοβουλία των κινήσεων πέρασε στην αντεπανάσταση, η οποία κατάφερε να αναδιοργανωθεί και να αντεπιτεθεί με έναν συνδυασμό παραχωρήσεων και ωμής βίας.
Αντιμέτωπο με το ισχυρό κίνημα, το κράτος αναγκάστηκε αρχικά να κάνει μια σειρά από ευρείας γκάμας παραχωρήσεις, όπως η μείωση των τιμών του φυσικού αερίου στην περιοχή Μανγιστάου και η εισαγωγή διατίμησης για τη βενζίνη, το ντίζελ, το φυσικό αέριο και τα βασικά προϊόντα διατροφής, καθώς και η παραίτηση ολόκληρης της κυβέρνησης. Το γεγονός αυτό είχε αυξήσει την αυτοπεποίθηση του κινήματος και το ώθησε προς τα εμπρός ενώ οι κρατικές δυνάμεις καταστολής αποσύρονταν σταδιακά. Ο Τοκάγιεφ φάνηκε να αντιδρά στα γεγονότα, οδηγώντας σε εκτεταμένη απογοήτευση και αποπροσανατολισμό ανάμεσα στις τάξεις του κρατικού μηχανισμού ιδιαίτερα.
Την Πέμπτη, ωστόσο, ο Τοκάγιεφ – ο οποίος μέχρι τότε λειτουργούσε, ως εκ των πραγμάτων υπηρεσιακός πρόεδρος, με τον πρώην πρόεδρο Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ να διατηρεί την πραγματική εξουσία στο παρασκήνιο – βγήκε μπροστά και ανέλαβε τα ηνία. Απέλυσε την κυβέρνηση και παραμέρισε τον Ναζαρμπάγιεφ, κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και κάλεσε σε βοήθεια τα ρωσικά στρατεύματα, υπό την κάλυψη του Οργανισμού της Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας (CSTO – το «αμυντικό» σύμφωνο υπό την ηγεσία της Ρωσίας, στο οποίο συμμετέχουν ακόμα Λευκορωσία, Αρμενία, Καζακστάν, Τατζικιστάν και Κιργιστάν). Αυτή η τολμηρή και ενδεικτική αυτοπεποίθησης, κίνηση, φαίνεται να έχει γαλβανίσει τις δυνάμεις του κράτους και να τις ενθάρρυνε για την επίθεση που παρακολουθήσαμε τις τελευταίες 24 ώρες (6 προς 7 Ιανουαρίου).
Εν τω μεταξύ, με πολλά από τα αρχικά αιτήματα του κινήματος να έχουν ικανοποιηθεί και χωρίς να τίθενται νέοι και ξεκάθαροι στόχοι, ορισμένα στρώματα άρχισαν να αμφιταλαντεύονται. Αυτή η τάση ενισχύθηκε από τις λεηλασίες και την παράλογη βία, που αναμφίβολα προωθήθηκε και ενορχηστρώθηκε ως επί το πλείστον από το κράτος. Υπό αυτές τις συνθήκες, και αντιμέτωπο με την προοπτική, να παλεύει ενάντια στην κρατική καταστολή χωρίς καμία ξεκάθαρη οργάνωση ή πρόγραμμα, ένα στρώμα θα υποχωρούσε, αφήνοντας τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία απομονωμένα στους δρόμους.
Όμως, ενώ οι δρόμοι έχουν «καθαριστεί» σε κάποια μέρη, όπως η Άλμα-Άτα και η πρωτεύουσα Νουρ-Σουλτάν (πρώην Αστάνα), σε άλλα μέρη όπως το Ζαναόζεν και το Ακτάου, οι διαδηλώσεις συνεχίζονται και έχουν ανανεωθεί σήμερα (7 Ιανουαρίου). Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, μόλις το κίνημα ξεπεράσει το σοκ που έχει υποστεί, να ριζοσπαστικοποιηθεί και να κάνει νέα βήματα μπροστά. Ό,τι κι αν συμβεί, αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση το τέλος της επανάστασης στο Καζακστάν. Αντίθετα, αυτή είναι μόνο η αρχή.
Αστάθεια ως προοπτική
Αυτό, στο οποίο γινόμαστε μάρτυρες, είναι ένα σημείο καμπής στην ιστορία του Καζακστάν. Η χώρα που για χρόνια είχε επισημανθεί από τους αστούς ως πρότυπο σταθερότητας, εισέρχεται πλέον σε ένα νέο στάδιο αστάθειας, κρίσης και ταξικής πάλης. Η στρατηγική του καθεστώτος θα είναι να χτυπήσει το κίνημα, για να το οδηγήσει σε υποχώρηση, μέσω ενός συνδυασμού βίαιης καταστολής και οικονομικών παραχωρήσεων.
Το Καζακστάν διαθέτει μερικά από τα μεγαλύτερα αποθέματα χρωμίτη, βολφραμίου, μόλυβδου, ψευδαργύρου, μαγγανίου, αργύρου και ουρανίου στον κόσμο. Διαθέτει επίσης σημαντικά αποθέματα βωξίτη, χαλκού, χρυσού, σιδηρομεταλλεύματος, άνθρακα, φυσικού αερίου και πετρελαίου. Με βάση αυτά τα αποθέματα, έχει δημιουργήσει επίσης ένα σημαντικό κρατικό επενδυτικό ταμείο, στο οποίο μπορεί να στηριχθεί προκειμένου να δώσει ορισμένες κοινωνικές και οικονομικές παραχωρήσεις.
Ωστόσο, αυτό δεν θα είναι αρκετό για να εξασφαλίσει βιώσιμη σταθερότητα. Αυτοί οι πόροι εξαρτώνται από μια παγκόσμια οικονομία που βρίσκεται σε δεινή κατάσταση. Το 2014, όταν οι τιμές του πετρελαίου και των ορυκτών άρχισαν να πέφτουν, ως αποτέλεσμα της επιβράδυνσης της οικονομικής ανάπτυξης στην Κίνα και τη Δύση, η αύξηση του ΑΕΠ του Καζακστάν περιορίστηκε από 4,2% σε 1,2%. Μόλις χτύπησε η πανδημία, η κατάσταση επιδεινώθηκε, καθώς οι τιμές αυξήθηκαν και η πρόσβαση στην κοινωνική πρόνοια μειώθηκε για τους φτωχότερους. Την επόμενη περίοδο, η παγκόσμια οικονομία θα αντιμετωπίσει νέες υφέσεις, οι οποίες θα ασκήσουν πρόσθετες πιέσεις στην οικονομία του Καζακστάν – πράγμα που σημαίνει, ότι η άρχουσα τάξη είναι βέβαιο, ότι θα επιτεθεί στο βιοτικό επίπεδο, για να διατηρήσει τη δική της θέση.
Για δύο δεκαετίες το καθεστώς του Καζακστάν, διοικούμενο με βοναπαρτιστικό τρόπο από τον Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ, μπορούσε να διατηρήσει μια σχετική σταθερότητα στη βάση μιας οικονομίας που αναπτυσσόταν γρήγορα και μιας σχετικής αύξησης του βιοτικού επιπέδου – τουλάχιστον για ορισμένα τμήματα του πληθυσμού. Αυτή η εποχή όμως, έχει τελειώσει. Αν δεν ήταν ξεκάθαρο την περασμένη εβδομάδα, τότε σίγουρα μετά τη χθεσινή νύχτα (6 Ιανουαρίου), το καθεστώς έχει απαξιωθεί πλήρως και θα αναγκάζεται όλο και περισσότερο να βασίζεται στην ωμή βία για να διατηρηθεί στην εξουσία, γεγονός που με τη σειρά του, θα ωθήσει ακόμη περισσότερα στρώματα στην αντιπολίτευση. Έτσι, η «τάξη» που τόσο περήφανα έχει διακηρύξει ο Τοκάγιεφ στο Νουρ-Σουλτάν και στην Άλμα-Άτα, θα αποτελέσει τη βάση για μια νέα περίοδο αστάθειας και ταξικής πάλης.
Έγχρωμη επανάσταση;
Μερικοί άνθρωποι από τους κόλπους της Αριστεράς έσπευσαν να αποκαλέσουν το κίνημα της περασμένης εβδομάδας στο Καζακστάν «έγχρωμη επανάσταση», που ενορχηστρώθηκε από τη Δύση ως μέρος μιας συνωμοσίας για την απομόνωση της Ρωσίας. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, αυτό που βλέπουμε είναι παρόμοιο με το αντιδραστικό κίνημα Μαϊντάν στην Ουκρανία, το οποίο ήταν ουσιαστικά ένα κίνημα που ελεγχόταν από ακροδεξιά και φασιστικά στοιχεία που υποκινούνταν από την Ουάσιγκτον. Αυτή, ωστόσο, είναι μια επιφανειακή σύγκριση που αγνοεί τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο Καζακστάν.
Αν μη τι άλλο, στο κίνημα που παρακολουθήσαμε τις τελευταίες ημέρες ήταν αξιοσημείωτη η περιορισμένη παρουσία φιλελεύθερων και μικροαστικών στοιχείων. Σε αντίθεση με τα κινήματα διαμαρτυρίας μεταξύ 2018 και 2020, οι διαδηλώσεις της περασμένης εβδομάδας είχαν πραγματικά επαναστατικό χαρακτήρα και ξεκίνησαν από εργάτες, που έπαιξαν βασικό ρόλο, καθώς και από φτωχούς ανέργους και στοιχεία της κατώτερης μεσαίας τάξης.
Το σημείο εκκίνησης και το αρχικό επίκεντρο του κινήματος ήταν στη δυτική περιοχή της περιφέρειας του Μανγκιστάου, την καρδιά των μεγάλων εταιρειών πετρελαίου και πατρίδας μιας μεγάλης και ισχυρής βιομηχανικής εργατικής τάξης με μαχητικές παραδόσεις. Η περιοχή περιλαμβάνει το Ζαναοζέν, μια πόλη στην οποία δεκάδες χιλιάδες εργάτες πετρελαίου έκαναν απεργία το 2011 και κατέλαβαν ουσιαστικά την πόλη για επτά μήνες προτού κατασταλούν βάναυσα από τις ένοπλες δυνάμεις. Είναι σαφές ότι αυτή η εμπειρία έπαιξε σημαντικό ρόλο στο κίνημα σήμερα, το οποίο σε μεγάλο βαθμό βασίστηκε στις παραδόσεις του αγώνα στην περιοχή αυτή.
Αυτή η εντυπωσιακή εξέλιξη του κινήματος σε διάστημα λίγων ημερών εξηγήθηκε πολύ καλά σε δήλωση του Σοσιαλιστικού Κινήματος του Καζακστάν, την οποία θα παραθέσουμε εκτενώς:
«Στο Καζακστάν βρίσκεται σε εξέλιξη μια πραγματική λαϊκή εξέγερση και από την αρχή οι κινητοποιήσεις είχαν κοινωνικό και ταξικό χαρακτήρα, αφού ο διπλασιασμός της τιμής του υγροποιημένου αερίου στο χρηματιστήριο ήταν μόνο η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της υπομονής. Άλλωστε, οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν ακριβώς στο Ζαναοζέν, με πρωτοβουλία των εργαζομένων στη βιομηχανία εξόρυξης πετρελαίου, που έγινε ένα είδος πολιτικής έδρας ολόκληρου του κινήματος διαμαρτυρίας.
Και η δυναμική αυτού του κινήματος είναι ενδεικτική, αφού ξεκίνησε ως κοινωνική διαμαρτυρία, μετά άρχισε να επεκτείνεται και οι εργατικές κολεκτίβες πραγματοποίησαν συλλαλητήρια για να προβάλουν τα δικά τους αιτήματα για αύξηση μισθών κατά 100%, ακύρωση αποτελεσμάτων των ιδιωτικοποιήσεων, βελτίωση των συνθηκών εργασίας και ελευθερία της συνδικαλιστικής δραστηριότητας. Ως αποτέλεσμα, στις 3 Γενάρη, ολόκληρη η περιοχή Μανγκιστάου προσχώρησε σε γενική απεργία, η οποία επεκτάθηκε στη γειτονική περιοχή Ατιράου.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ήδη στις 4 Γενάρη, οι εργαζόμενοι στη βιομηχανία πετρελαίου της εταιρείας “Tengizchevroil”, όπου η συμμετοχή των αμερικανικών εταιρειών στην ιδιοκτησία της φτάνει το 75%, προσχώρησαν στην απεργία. Εκεί ήταν που τον περασμένο Δεκέμβρη είχαν απολυθεί 40.000 εργαζόμενοι και σχεδιάζονταν μια νέα σειρά απολύσεων. Στη συνέχεια τους εργάτες υποστήριξαν κατά τη διάρκεια της ημέρας οι εργαζόμενοι στις περιοχές Ακτιούμπονσκ και του Δυτικού Καζακστάν και της περιοχής Κιζιλορντίσκ.
Επιπλέον, το βράδυ της ίδιας ημέρας ξεκίνησαν απεργίες ανθρακωρύχων της εταιρείας “ArmelorMittal Temirtau” στην περιοχή Καραγκαντά και στα μεταλλουργεία χαλκού και των ανθρακωρύχων στην εταιρεία “Kazakhmys”, κάτι που μπορεί ήδη να θεωρηθεί ως γενική απεργία σε ολόκληρη την εξορυκτική βιομηχανία της χώρας. Και εδώ επίσης τέθηκαν αιτήματα για υψηλότερους μισθούς, μείωση των ορίων συνταξιοδότησης, δικαίωμα συγκρότησης συνδικάτων και διεξαγωγής απεργιών.
Ταυτόχρονα, συγκεντρώσεις διαρκείας ξεκίνησαν ήδη την Τρίτη σε Ατιράου, Ουράλσκ, Ακτοουμπόσνκ, Κουζούλ – Όρντα, Ταράζ, Ταλντογκοργκάν, Τουρκεστάν, Σιμκέντ, Εκιμπαστούζ και στις πόλεις της περιοχής του Αλμάτι, στην ίδια την πόλη της Άλμα-Άτα, όπου το βράδυ 4 προς 5 Γενάρη σε ανοιχτή συμπλοκή διαδηλωτών με την αστυνομία καταλήφθηκε προσωρινά το ακιμάτ (δημαρχείο) της πόλης. Αυτό οδήγησε τον πρόεδρο του Καζακστάν, Κασίμ – Ζομάρτ Τοκάγιεφ, να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Πρέπει να σημειωθεί ότι στις κινητοποιήσεις αυτές στην Άλμα – Άτα συμμετείχαν κυρίως άνεργοι νέοι και εσωτερικοί μετανάστες που ζουν στα προάστια της μητρόπολης και εργάζονται σε προσωρινές ή χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Οι προσπάθειες να τους καθησυχάσουν με υποσχέσεις πως θα μειωθεί η τιμή του φυσικού αερίου στα 50 τένγκε, αποκλειστικά για την περιοχή Μανγκιστάου και το Αλμάτι, δεν ικανοποίησαν κανέναν τους.
Η απόφαση του Κασίμ – Ζομάρτ Τοκάγιεφ να παύσει την κυβέρνηση και στη συνέχεια να απομακρύνει τον Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ από τη θέση του προέδρου του Συμβουλίου Ασφαλείας επίσης δεν σταμάτησε τις διαδηλώσεις, καθώς στις 5 Γενάρη ξεκίνησαν μαζικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας σε αυτά τα περιφερειακά κέντρα του Βορρά και στο Ανατολικό Καζακστάν, όπου δεν υπήρχαν στο παρελθόν – σε Πετροπάβλοφσκ, Παβλαντάρ, Ουστ – Καμενογκόρσκ, Σεμιπαλάτονσκ. Ταυτόχρονα, έγιναν προσπάθειες κατάληψης των κτιρίων των περιφερειακών διοικήσεων στο Ακτιούμπινσκ, στο Ταλντικοργκάν, στο Σιμκέντ, στην Άλμα – Άτα.
Στο ίδιο το Ζαναοζέν, στη συγκέντρωση διαρκείας οι εργαζόμενοι διατύπωσαν νέα αιτήματα – την παραίτηση του νυν προέδρου και όλων των αξιωματούχων του Ναζαρμπάγιεφ, την αποκατάσταση του Συντάγματος του 1993 και των σχετικών ελευθεριών για τη δημιουργία κομμάτων, συνδικαλιστικών οργανώσεων, την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων και τον τερματισμό της καταστολής. Αμέσως δημιουργήθηκε ένα Συμβούλιο το οποίο έγινε άτυπο όργανο τοπικής εξουσίας.
Αυτά τα αιτήματα και τα συνθήματα μεταδόθηκαν στις διάφορες πόλεις και περιοχές και μεταδόθηκαν σε όλο το κίνημα και ο αγώνας έλαβε πολιτικό περιεχόμενο. Γίνονται επίσης προσπάθειες επιτόπου να δημιουργηθούν επιτροπές και συμβούλια συντονισμού του αγώνα».
Αυτό που βλέπουμε πολύ ξεκάθαρα από τα παραπάνω είναι ο τεράστιος ρόλος της βιομηχανικής εργατικής τάξης του Μανγκιστάου, που ουσιαστικά ηγήθηκε του κινήματος και το διαπότισε με το δικό της προλεταριακό πολιτικό πρόγραμμα εισάγοντας παράλληλα, μεθόδους για την οργάνωση της πάλης. Εν τω μεταξύ, οι ασαφείς δημοκρατικές και εθνικιστικές απαιτήσεις της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης που υποστηρίζεται από τη Δύση δεν βρήκαν ευήκοα ώτα και παρέμειναν στο περιθώριο.
Σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Zanovo-media και παρατίθεται ακολούθως, ο Αϊνούρ Κουρμάνοφ – ένας από τους ηγέτες του Σοσιαλιστικού Κινήματος του Καζακστάν στην εξορία – απαντά στον ισχυρισμό ότι αυτή ήταν μια συνωμοσία που ενορχηστρώθηκε από τις δυτικές δυνάμεις:
«Δεν πρόκειται για κάτι ανάλογο με το αντιδραστικό – ακροδεξιό κίνημα Μαϊντάν της Ουκρανίας, αν και πολλοί πολιτικοί αναλυτές προσπαθούν να το παρουσιάσουν με αυτόν τον τρόπο. Από πού προήλθε μια τέτοια καταπληκτική αυτοοργάνωση; Βασίζεται στην εμπειρία και τις παραδόσεις των εργαζομένων. Μαζικές απεργίες σημειώνονται στην περιοχή Μανγκιστάου από το 2008 και το απεργιακό κίνημα έχει αφετηρία τη δεκαετία του 2000. Ακόμη και χωρίς καμία συμβολή από το Κομμουνιστικό Κόμμα ή άλλη αριστερή οργάνωση, υπήρχαν συνεχείς διεκδικήσεις για εθνικοποίηση των πετρελαϊκών εταιρειών. Οι εργάτες απλώς είδαν με τα μάτια τους πού οδηγούσε η ιδιωτικοποίηση και η ξένη καπιταλιστική εξαγορά των εταιριών εξαγωγής πετρελαίου. Κατά τη διάρκεια αυτών των παλαιότερων διαδηλώσεων, απέκτησαν τεράστια εμπειρία όσον αφορά τις μεθόδους αγώνα και την αλληλεγγύη. Σε καιρούς τέτοιων αγώνων οι κακουχίες φέρνουν πιο κοντά και ενώνουν τους ανθρώπους. Σε αυτό το πλαίσιο η εργατική τάξη και ο υπόλοιπος πληθυσμός ενώθηκαν. Οι διαμαρτυρίες των εργαζομένων στο Ζαναοζέν και στο Ακτάου έδωσαν τον τόνο και σε άλλες περιοχές της χώρας. Οι σκηνές, που άρχισαν να στήνουν οι διαδηλωτές στις κεντρικές πλατείες των πόλεων, δεν προέρχονται από την εμπειρία του ουκρανικού Μαϊντάν. Στήθηκαν αρχικά στην περιοχή Μανγκιστάου κατά τη διάρκεια των τοπικών απεργιών πέρυσι. Ο τοπικός πληθυσμός τότε, έφερνε νερό και φαγητό στους διαδηλωτές».
Οι εργάτες της περιοχής Μανγκιστάου πότε δεν στήριξαν τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις των ΗΠΑ, αντιθέτως έχουν παράδοση στον αγώνα κατά των δυτικών πολυεθνικών. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αστικές «φιλελεύθερες» και εθνικιστικές οργανώσεις που προσπαθούν να κεφαλαιοποιήσουν και να καπηλευτούν το κίνημα. Αλλά ένα είναι σίγουρο: δεν το ξεκίνησαν και δεν το ελέγχουν.
Το Καζακστάν, η Ρωσία και η Δύση
Θα ήταν λάθος να παρουσιάζουμε το Καζακστάν ως μια χώρα που ελέγχεται από τη Ρωσία. Το καθεστώς του Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ στο Καζακστάν πέρασε 30 χρόνια ισορροπώντας μεταξύ της Ρωσίας, των ΗΠΑ, της Κίνας, ακόμη και της Τουρκίας. Προσπαθούσε στρέφοντας τη μια δύναμη εναντίον της άλλης να πετύχει την καλύτερη συμφωνία για τον εαυτό του. Στην πραγματικότητα, δεν είναι η Ρωσία, αλλά οι ΗΠΑ, χάρη στις επενδύσεις της Chevron και της ExxonMobil, που κατέχουν την πρώτη θέση μεταξύ των ξένων επενδυτών στο Καζακστάν. Η ίδια η Chevron είναι ο μεγαλύτερος επενδυτής στο Καζακστάν.
Εν τω μεταξύ, η πλειονότητα του τεράστιου υπερπόντιου πλούτου του καθεστώτος του Καζακστάν αποθηκεύεται στη Δύση και στις χώρες του Κόλπου. Η κύρια εσωτερική πολιτική του Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ δεν ήταν ο αντιδυτικός, αλλά ο αντιρωσικός καζακικός εθνικισμός, ο οποίος οδήγησε σε ένα επικίνδυνο χάσμα μεταξύ των πολιτών που μιλούν την καζακική και αυτών που μιλούν τη ρωσική γλώσσα.
Δεν υπάρχει καμία θεωρία συνωμοσίας εισόδου του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στο Καζακστάν. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός είναι ήδη εκεί και επωφελείται πολύ καθ΄ όλη τη διάρκεια της παρουσίας του! Το ίδιο και η άρχουσα τάξη του Καζακστάν. Αυτή η σχέση φάνηκε ξεκάθαρα από την ήπια δήλωση του εκπροσώπου του αμερικανικού υπουργείου εξωτερικών, Νεντ Πράις, ο οποίος είπε ότι οι ΗΠΑ «… ελπίζουν ότι η κυβέρνηση του Καζακστάν θα μπορέσει σύντομα να αντιμετωπίσει προβλήματα που είναι κατά βάση οικονομικής και πολιτικής φύσεως». Ο Πράις συνέχισε τονίζοντας ότι οι ΗΠΑ είναι «εταίρος» του έθνους της Κεντρικής Ασίας!
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν, ο οποίος μίλησε με τον υπουργό Εξωτερικών του Καζακστάν Μουχτάρ Τλεουμπέρντι, «επαναλαμβάνει την πλήρη υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών στους συνταγματικούς θεσμούς του Καζακστάν και την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και υποστήριξε μια ειρηνική επίλυση της κρίσης με σεβασμό στα δικαιώματα». Αυτά δεν είναι λόγια μιας εχθρικής ιμπεριαλιστικής δύναμης που προσπαθεί να εισχωρήσει στο Καζακστάν, αλλά μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης που ανησυχεί για τη μελλοντική σταθερότητα αυτής της χώρας και την ικανότητα του καθεστώτος του Καζακστάν να εγγυηθεί την ασφάλεια των συμφερόντων της. Αν μη τι άλλο, αποκαλύπτει την ανικανότητα της Δύσης να παρέμβει, ακόμα και αν το επιθυμούσε.
Στο μεταξύ, η Ρωσία παρακολουθεί νευρικά τις εξελίξεις στο Καζακστάν. Παρόμοια με το πρόσφατο μαζικό κίνημα στη Λευκορωσία, το κίνημα του Καζακστάν αποτελεί απειλή για τη σταθερότητα στο εσωτερικό της Ρωσίας, όπου οι μάζες υποφέρουν κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Έτσι, η επέμβαση των ρωσικών δυνάμεων έχει σημαντικό εσωτερικό σκοπό. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι ο Πούτιν δεν θα απαιτήσει κανένα «αντάλλαγμα» για τη διάσωση του καθεστώτος του Καζακστάν. Όπως ζήτησε από το καθεστώς της Λευκορωσίας έτσι θα κάνει και για το Καζακστάν. Ωστόσο, οι ΗΠΑ δεν θα είναι σε θέση να κάνουν τίποτα για αυτό. Αντίθετα, είναι πιθανό να εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τη Ρωσία για την προστασία των συμφερόντων τους στο Καζακστάν.
Τι επιφυλάσσει το μέλλον;
Αυτό που βλέπουμε δεν είναι μια έγχρωμη επανάσταση, μια συνωμοσία της CIA, ούτε μια σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών τμημάτων της άρχουσας τάξης του Καζακστάν. Είναι ένα γνήσιο επαναστατικό κίνημα των εργατών, της νεολαίας, των φτωχών και των αποστερημένων.
Βασίζεται στο πρόγραμμα και τις οργανωτικές μεθόδους αγώνα που αναπτύχθηκαν από τα πιο προηγμένα στρώματα της βιομηχανικής εργατικής τάξης. Αυτές οι μέθοδοι (απεργίες, μαζικές συγκεντρώσεις κ.λπ.) και ένα πρόγραμμα οικονομικών, κοινωνικών και δημοκρατικών διεκδικήσεων ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικές, όπως φάνηκε από την ταχύτητα με την οποία προχώρησε το κίνημα, απειλώντας να γκρεμίσει ολόκληρο το εποικοδόμημα του κράτους εντός τεσσάρων ημερών.
Ωστόσο, το ζήτημα της ηγεσίας και της οργάνωσης παραμένει η κύρια αδυναμία του κινήματος. Χωρίς μια πανεθνική οργάνωση της εργατικής τάξης, το κίνημα ήταν ανίκανο να επεκτείνει τις απεργίες στο επίπεδο μιας πανεθνικής, επαναστατικής γενικής απεργίας ή στο να ανταποκριθεί στους γρήγορους ελιγμούς του καθεστώτος. Όπως επίσης, απέτυχε να οργανώσει μια συστηματική εκστρατεία για να κερδίσει αποφασιστικά τους Ρωσόφωνους, που αποτελούν σχεδόν το 20% του πληθυσμού.
Την επόμενη περίοδο, ιδιαίτερα εάν γίνουμε μάρτυρες μιας γενικής αποχώρησης των ευρύτερων στρωμάτων των μαζών από τους δρόμους, τα αστικά φιλελεύθερα στοιχεία αναμφίβολα θα προσπαθήσουν να σφετεριστούν ό,τι έχει απομείνει από το κίνημα. Δεδομένης της έλλειψης οποιουδήποτε συμπαγούς εθνικού εργατικού κόμματος και ηγεσίας για να αντιμετωπίσει κάθε δόλια κίνηση κατά του κινήματος, τα προαναφερθέντα στοιχεία μπορεί ακόμη και να τα καταφέρουν. Ωστόσο, η πάλη μεταξύ αυτών των διαφορετικών τάσεων στο κίνημα δεν καθορίζεται εκ των προτέρων. Ο χαρακτηρισμός του παρόντος κινήματος ως αντιδραστικού μόνο καταστροφικά μπορεί να λειτουργήσει στην μετέπειτα πορεία του και να το οδηγήσει στην ήττα πριν ακόμα ξεκινήσει. Αντίθετα, αυτό που είναι απαραίτητο είναι τα πιο πρωτοπόρα επαναστατικά στοιχεία να αντλήσουν διδάγματα από αυτά τα γεγονότα και να ξεκινήσουν τον αγώνα για την οικοδόμηση μιας επαναστατικής ηγεσίας, βασισμένης στα πιο πρωτοπόρα στοιχεία της εργατικής τάξης και της νεολαίας.
Εδώ, πρέπει να διαφωνήσουμε με τον ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κινήματος του Καζακστάν Αϊνούρ Κουρμάνοφ, τον οποίο προαναφέραμε, ο οποίος φαίνεται να πιστεύει ότι, ακόμη και αν έρθουν στην εξουσία οι φιλελεύθερες αστικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης, αυτό θα μπορούσε να ωφελήσει κατά κάποιο τρόπο την εργατική τάξη. Σε συνέχεια της παραπάνω συνέντευξης που έδωσε στο περιοδικό Zanovo-media λέει:
«Οι υπάρχουσες αριστερές οργανώσεις στο Καζακστάν μοιάζουν περισσότερο με μικρούς κύκλους και δεν μπορούν να επηρεάσουν σοβαρά την εξέλιξη των γεγονότων. Ολιγαρχικές και εξωτερικές δυνάμεις θα προσπαθήσουν να ιδιοποιηθούν ή τουλάχιστον να χειραγωγήσουν αυτό το κίνημα για δικούς τους σκοπούς. Αν νικήσουν, θα ξεκινήσει η αναδιανομή της ιδιοκτησίας και η ανοιχτή αντιπαράθεση μεταξύ διαφόρων ομάδων της αστικής τάξης, ένας «πόλεμος όλων εναντίον όλων» θα ξεκινήσει. Όμως, σε κάθε περίπτωση, οι εργαζόμενοι θα μπορέσουν να κερδίσουν ορισμένες ελευθερίες και να αποκτήσουν νέες ευκαιρίες, μεταξύ άλλων για τη δημιουργία δικών τους κομμάτων και ανεξάρτητων συνδικαλιστικών οργανώσεων, που θα διευκολύνουν τον αγώνα για τα δικαιώματά τους στο μέλλον» (η έμφαση είναι δική μας).
Πρέπει να προειδοποιήσουμε για τυχόν αυταπάτες ως προς αυτό. Η εργατική τάξη και το επαναστατικό κίνημα δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να θεωρηθεί ότι προωθεί την έλευση στην εξουσία των αστικών φιλελεύθερων δυνάμεων. Ο ρόλος της φιλελεύθερης «δημοκρατικής» αντιπολίτευσης είναι να αμβλύνει την ταξική φύση του κινήματος και τις ταξικές αντιπαραθέσεις στην κοινωνία γενικότερα. Όπως δείχνει η εμπειρία της Εθνικής Συμμαχίας για τη Δημοκρατία στη Μιανμάρ, το κίνημα Μαϊντάν στην Ουκρανία και η εμπειρία από αμέτρητες επαναστάσεις, ο ρόλος της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης είναι να διασώσει το σύστημα. Είναι εχθροί των μαζών, και ως επαναστάτες πρέπει να αγωνιστούμε ενάντια σε οποιεσδήποτε παραχωρήσεις σε αυτές τις δυνάμεις. Οποιαδήποτε συνεργασία ή ακόμα και πρόθεση συνεργασίας με τέτοιες αντιδραστικές δυνάμεις θα δυσφημίσει και θα υπονομεύσει το κίνημα. Η έλευση στην εξουσία μιας διαφορετικής συμμορίας καπιταλιστών ολιγαρχών δεν θα έλυνε κανένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενες μάζες. Οι κατ’ ευφημισμόν «δημοκρατικοί» και «φιλελεύθεροι», δεν υπάρχει καμία απολύτως εγγύηση ότι όταν έρθουν στην εξουσία (πολλοί από τους οποίους ήταν μέρος του καθεστώτος Ναζαρμπάγιεφ πριν από λίγο καιρό) δεν θα εφαρμόσουν τα ίδια μέτρα και ότι δεν θα χρησιμοποιήσουν τις ίδιες μεθόδους απαγόρευσης των αριστερών πολιτικών κομμάτων και συνδικάτων, φυλάκισης αριστερών και εργατών ακτιβιστών και καταστολής απέναντι στις μαζικές κινητοποιήσεις.
Η μάζα των εργατών και των φτωχών μπορεί να βασιστεί μόνο στις δικές της δυνάμεις για να ολοκληρώσει την επανάσταση στο Καζακστάν. Μέσα σε λίγες μέρες, στη βάση ριζοσπαστικών, προλεταριακών μεθόδων και αιτημάτων, κατάφεραν περισσότερα από όσα θα μπορούσε να ονειρευτεί οποιαδήποτε φιλελεύθερη ΜΚΟ την περασμένη δεκαετία. Πέτυχαν μια σειρά από νίκες και έδιωξαν την, προ ολίγων ημερών, εν ενεργεία κυβέρνηση και τον παλιό δικτάτορα. Μόνο στη βάση της εμβάθυνσης αυτού του αγώνα μπορούν να προετοιμαστούν για την τελική ευθεία και να γκρεμίσουν ολόκληρο το σάπιο καθεστώς.
Μετάφραση: Παναγιώτης Κολοβός και Βαγγέλης Σταθόπουλος