Οι πρόωρες εκλογές στην Πορτογαλία, οι οποίες έλαβαν χώρα την Κυριακή 30 Ιανουαρίου, επιφύλασσαν μια τεράστια νίκη για το Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΣΚ), το οποίο κέρδισε την απόλυτη πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών εδρών στις εκλογές με τη μεγαλύτερη συμμετοχή από το 2011. Οι ψηφοφόροι τιμώρησαν κυρίως το Αριστερό Μπλοκ (ΑΜ) και τη συμμαχία του Πορτογαλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και του Κόμματος Οικολόγων Πρασίνων (ΠΚΚ-ΚΟΠ), που στήριζαν από το 2015 την κυβέρνηση μειοψηφίας του σοσιαλδημοκρατικού ΣΚ υπό την ηγεσία του πρωθυπουργού Αντόνιο Κόστα.
[Source]
Η κυβέρνηση μειοψηφίας, γνωστή ως «geringonça» (μηχανή), κατέρρευσε τον περασμένο Οκτώβριο επειδή δεν κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη του ΑΜ και του ΠΚΚ-ΚΟΠ στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό. Παρότι ήταν σωστή η ρήξη με το ΣΚ, ο τρόπος που έγινε, χωρίς καμία πολιτική εξήγηση, ακολουθώντας έτη, περισσότερο ή λιγότερο, μη κριτικής υποστήριξης στο κυβερνών κόμμα, αποπροσανατόλισε τους υποστηρικτές των αριστερών κομμάτων και συνέβαλε στην εκλογική ενίσχυση του ΣΚ, όπως είχαμε προβλέψει.
Για πολύ καιρό, η Πορτογαλία θεωρούνταν μια από τις πιο σταθερές χώρες της Νότιας Ευρώπης. Αφού το σχέδιο προϋπολογισμού της κυβέρνησης καταψηφίστηκε από το κοινοβούλιο τον περασμένο Οκτώβριο, αυτή η φαινομενική πολιτική σταθερότητα έγινε παρελθόν. Η περίφημη ανοσία της Πορτογαλίας στα ακροδεξιά κόμματα αρχίζει επίσης να τελειώνει. Η τρίτη ισχυρότερη πολιτική δύναμη, με σχεδόν 7% των ψήφων, είναι τώρα το ακροδεξιό κόμμα Chega («Ως εδώ!»), το οποίο ιδρύθηκε μόλις το 2019. Ωστόσο, δεν είναι τυχαίο ότι η άνοδος του «Ως εδώ!» συμπίπτει με τη βαθιά κρίση της Αριστεράς και των παραδοσιακών δεξιών κομμάτων. Το συντηρητικό ΔΛΚ/ΣΔΚ, το οποίο εφάρμοσε αντιλαϊκά μέτρα λιτότητας ως κυβερνών κόμμα από το 2011 έως το 2016, έλαβε το 27% των ψήφων, πολύ πίσω από το ΣΚ, με 41%. Το εθνικο-συντηρητικό ΔΚΚ/ΛΚ έμεινε εκτός κοινοβουλίου μετά από 47 χρόνια.
Επομένως, αυτό που βλέπουμε δεν είναι μια σαφής στροφή προς τα δεξιά. Βλέπουμε μια χώρα που είναι βαθιά πολωμένη και επίσης αντιμετωπίζει μια βαθιά οικονομική κρίση. Ωστόσο, το πολιτικό κενό και η ριζοσπαστική διάθεση δεν έχουν καλυφθεί από τα αριστερά κόμματα. Η έλλειψη εναλλακτικών λύσεων και οι φόβοι για μια δεξιά/ακροδεξιά συμμαχία έδωσε μια προσωρινή εκλογική ώθηση στο ΣΚ. Όμως, ενώ αυτό μπορεί να μοιάζει επιφανειακά με επιστροφή στη «σταθερότητα», η θριαμβευτική νίκη του ΣΚ δεν πρέπει να μας αποκρύπτει το γεγονός ότι η επερχόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να διαχειριστεί μια ολοένα και πιο σοβαρή οικονομική και πολιτική κρίση.
Εις βάρος της εργατικής τάξης
Η εφαρμογή σκληρών μέτρων λιτότητας και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας από το ξέσπασμα της κρίσης του δημοσίου χρέους το 2009 έθεσε την πορτογαλική εργατική τάξη σε ολοένα και πιο επισφαλή θέση. Το ΣΚ αρέσκεται να καυχιέται για το σχετικά χαμηλό ποσοστό ανεργίας του 6%, αλλά περισσότεροι από τους μισούς εργαζομένους κερδίζουν λιγότερα από χίλια ευρώ το μήνα. Στα 741 ευρώ, ο κατώτατος μισθός της Πορτογαλίας είναι σχεδόν ο μισός από τον αντίστοιχο της Γερμανίας. Σε σύγκριση με την ιβηρική γειτονική Ισπανία, ο μέσος μηνιαίος μισθός της Πορτογαλίας είναι σχεδόν 800 ευρώ χαμηλότερος. Οι μηνιαίες συντάξεις είναι συχνά κάτω από 300 ευρώ. Στην Πορτογαλία, επίσης, η κατάσταση στη στέγαση επιδεινώνεται ραγδαία, ειδικά στις μητροπολιτικές περιοχές. Περισσότερο από το ένα πέμπτο του πληθυσμού βρίσκεται στον κίνδυνο της φτώχειας, με ποσοστό φτώχειας 22,4% το 2021.
Οι χαμηλοί μισθοί σημαίνουν ότι ειδικά οι νέοι, καλά μορφωμένοι άνθρωποι μεταναστεύουν μαζικά, με σχεδόν το ένα δέκατο των Πορτογάλων να ζουν σε άλλες χώρες της ΕΕ. Υπό το πρίσμα των ολοένα και πιο επιδεινούμενων συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, οι απεργίες ξεσπούν ξανά και ξανά. Για παράδειγμα, οι οδηγοί λεωφορείων στην πρωτεύουσα Λισαβόνα απεργούν για υψηλότερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Επί του παρόντος, λαμβάνουν κάτι περισσότερο από 700 ευρώ το μήνα, με το κόστος διαβίωσης σε επίπεδα Κεντρικής Ευρώπης.
Το δημόσιο χρέος έφτασε στο ρεκόρ του 135% του ΑΕΠ το 2020. Η πιστωτική φούσκα θα μπορούσε επίσης να σκάσει σύντομα. Το κράτος έχει χορηγήσει μορατόριουμ σε πολλές εταιρείες και πολίτες κατά τη διάρκεια της κρίσης της COVID-19. Η αποπληρωμή αυτών των δανείων θα μπορούσε να είναι πολύ δύσκολη λόγω της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης.
Υπό την πίεση της «Τρόικας» (μια ανίερη συμμαχία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του ΔΝΤ), η συντηρητική κυβέρνηση του ΔΛΚ/ΣΔΚ προσέλκυσε Κινέζους επενδυτές μεταξύ 2011 και 2015. Έχουν επενδύσει σε στρατηγικά σημαντικές εταιρείες, όπως τη μεγαλύτερη πορτογαλική ενεργειακή εταιρεία (EDP – Energias de Portugal), τους φορείς εκμετάλλευσης του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας και την κρατική τράπεζα της χώρας (Caixa Geral de Depósitos). Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του προέδρου Ξι Τζινπίνγκ στη Λισαβόνα το 2018, έκλεισαν, μεταξύ άλλων, συμφωνίες για τις υποδομές, το νερό, την τεχνολογία 5G, τη διαστημική έρευνα και τη γεωργία.
Το πραγματικό πρόβλημα, όμως, είναι η βαθιά οργανική κρίση του καπιταλισμού, που είναι μια κρίση υπερπαραγωγής. Το υψηλό χρέος και οι πιστωτικές φούσκες είναι απλώς σύμπτωμα αυτού. Ο καπιταλισμός βρίσκεται σε φάση οικονομικής στασιμότητας και παρακμής και το χρέος επιβαρύνει ολοένα και περισσότερο την παγκόσμια οικονομία και, πιο συγκεκριμένα, την πορτογαλική οικονομία. Η μόνη λύση που προσφέρει η άρχουσα τάξη για τη μείωση του χρέους είναι τα σκληρά μέτρα λιτότητας σε βάρος της εργατικής τάξης. Η προσπάθεια αποκατάστασης της οικονομικής σταθερότητας θα καταλήξει αναπόφευκτα σε ολοένα και μεγαλύτερη πολιτική αστάθεια και όξυνση της ταξικής πάλης.
Η κρίση των αριστερών κομμάτων
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι θεσμοί της άρχουσας τάξης αντέδρασαν πολύ θετικά στην πτώση της αριστερής κυβέρνησης μειοψηφίας. Για παράδειγμα, ο πρόεδρος της Πορτογαλικής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Σεντένου, ζήτησε «την αποτελεσματική υλοποίηση έργων στο πλαίσιο του σχεδίου οικονομικής ανάκαμψης και την εφαρμογή των σχετικών μεταρρυθμίσεων». Αυτά είναι το «κλειδί για τη βιώσιμη ανάπτυξη». Με άλλα λόγια, αυτό δεν σημαίνει τίποτα λιγότερο από τη μετατόπιση της κρίσης στους ώμους της εργατικής τάξης. Η επόμενη περίοδος θα είναι μια περίοδος σκληρής λιτότητας και η άρχουσα τάξη βρήκε στο ΣΚ έναν πρόθυμο εφαρμοστή αυτής της πολιτικής. Έπαινος έρχεται επίσης από τον Γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας), ο οποίος βλέπει στον Κόστα «έναν ακούραστο υποστηρικτή της κοινωνικής δικαιοσύνης». Ο Ισπανός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ χαιρετίζει επίσης τη νίκη του Κόστα ως μια «σοσιαλιστική απάντηση» στις προκλήσεις της Ευρώπης.
Ωστόσο, το ΣΚ (Σοσιαλιστικό Κόμμα), του οποίου το όνομα είναι κατάλοιπο της ριζοσπαστικοποιημένης διάθεσης μετά την Επανάσταση των Γαρυφάλλων του 1974, απέχει πολύ από το να ακολουθήσει σοσιαλιστικές πολιτικές. Ωστόσο, το ΣΚ κέρδισε την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στις πρόωρες εκλογές: ένα αποτέλεσμα που ξεπέρασε τις προσδοκίες. Πώς εξηγείται αυτό;
Ο φόβος ενός δεξιού συνασπισμού ΔΛΚ/ΣΔΚ με το «Ως εδώ!» και τη δεξιά Φιλελεύθερη Πρωτοβουλία (ΦΠ) είναι εν μέρει η αιτία για μια στρατηγική ψήφο στο ΣΚ. Επιπλέον, οι αντιμεταρρυθμίσεις και τα μέτρα λιτότητας που προωθούσε το ΣΚ ως μέρος της «μηχανής» υποστηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τα αριστερά κόμματα. Αυτό έχει αναστατώσει σε μεγάλο βαθμό και έχει αποθαρρύνει εν μέρει πολλούς ψηφοφόρους του ΑΜ και των ΠΚΚ-ΚΟΠ, προκαλώντας το μοιραίο αποτέλεσμα την ημέρα των εκλογών, καθώς οι ψηφοφόροι αυτών των κομμάτων μετακινήθηκαν στο ΣΚ μαζικά. Αφού έχασε σχεδόν τα τρία τέταρτα των βουλευτικών εδρών του, το ΑΜ σημείωσε το χειρότερο αποτέλεσμα των τελευταίων 20 ετών. Το ΠΚΚ μείωσε στο μισό τον αριθμό των βουλευτών του και έτσι αντιμετώπισε το χειρότερο αποτέλεσμα από το 1976. Οι εταίροι του συνασπισμού, το ΚΟΠ, δεν εκπροσωπούνται πλέον στο κοινοβούλιο.
Αυτή η έλλειψη σαφούς δέσμευσης στη σοσιαλιστική προοπτική και βούλησης για ανατροπή του καπιταλισμού κόστισε τόσο στο ΑΜ όσο και στο ΠΚΚ πολλές ψήφους και έδρες στις τελευταίες τοπικές εκλογές, τον Σεπτέμβριο του 2021. Ως αποτέλεσμα, αναγκάστηκαν να επιμείνουν σε υψηλότερες κρατικές δαπάνες κατά τις διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό στα τέλη του περασμένου έτους και να παλέψουν πιο ριζοσπαστικά. Το ΣΚ, ωστόσο, δεν πτοήθηκε και ο Κόστα αποφάσισε να πάρει το ρίσκο για πρόωρες εκλογές. Ως αποτέλεσμα, οι αριστεροί παρουσιάστηκαν ως σαμποτέρ, που προκάλεσαν μια πολιτική κρίση κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Και τα δύο κόμματα δεν διαθέτουν σαφή προοπτική: στο ΑΜ, υπάρχουν τμήματα που είναι πρόθυμα να υπερασπιστούν ένα ριζοσπαστικό αριστερό πρόγραμμα. Ωστόσο, δεν κατάφεραν να επιβληθούν, με την ηγεσία να παραμένει «έτοιμη για διάλογο» εάν το ΣΚ ήταν ξανά ανοιχτό σε κοινοβουλευτικό συνασπισμό. Ομοίως, το ΠΚΚ δεν φαίνεται να έχει μάθει τίποτα. Σε συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής στις 2 Φεβρουαρίου, επιβεβαιώθηκε εκ νέου η ετοιμότητα για διάλογο με το ΣΚ.
Ωστόσο, ο αρχηγός του ΠΚΚ, Τζερόνιμου ντε Σούζα, παρενέβη, παραθέτοντας μια παλιά παροιμία, που λέει ότι «δεν πρέπει να πηγαίνει κανείς σε γάμους ή βαφτίσεις αν δεν είναι καλεσμένος». Και το ΣΚ μάλλον δεν θα τους καλέσει, αν και ο Κόστα ανακοίνωσε ήδη ότι ήθελε να μιλήσει με όλα τα κόμματα εκτός από το «Ως εδώ!».
Αυτή η αμφιταλάντευση μεταξύ των πιέσεων της άρχουσας τάξης και των εκπροσώπων της στο ΣΚ από τη μια πλευρά, και της εργατικής τάξης από την άλλη, οδήγησε σε αποδυνάμωση του πολιτικού προγράμματος της Αριστεράς. Το γεγονός ότι το ΑΜ και το ΠΚΚ συμφώνησαν να συνεργαστούν ξανά έχει δυσφημήσει σοβαρά και τα δύο κόμματα και υπονόμευσε την κριτική τους προς το ΣΚ.
Μακροπρόθεσμα, η εργατική τάξη θα αναζητήσει έναν άλλο τρόπο να εκφράσει τη ριζοσπαστικοποίησή της, εάν απογοητευτεί επανειλημμένα από αυτά τα δύο κόμματα. Τελικά, γινόμαστε μάρτυρες περαιτέρω αποδείξεων που δείχνουν ότι η κρίση του καπιταλισμού σημαίνει επίσης κρίση των ρεφορμιστικών ηγεσιών της εργατικής τάξης. Σε αυτή την περίπτωση, οι αριστεροί ρεφορμιστές έχουν υπονομευτεί ιδιαίτερα, ενώ το δεξιό ρεφορμιστικό ΣΚ, ακολουθώντας τη βούληση της άρχουσας τάξης, θα καταδείξει την έλλειψη λύσεων από πλευράς του σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Προοπτικές για την Αριστερά
Η θέση εκκίνησης για την Αριστερά σε αυτές τις εκλογές δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή, κυρίως λόγω του απροσδόκητου και βιαστικού τρόπου με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η διάσπαση της «μηχανής» από το ΠΚΚ και το ΑΜ. Ο Κόστα περίμενε την ευκαιρία να ξεφορτωθεί τους εταίρους του και να προασπίσει ελεύθερα τα συμφέροντα της καπιταλιστικής τάξης. Επομένως, η καταψήφιση του προϋπολογισμού υπό αυτές τις συνθήκες ήταν απολύτως δικαιολογημένη. Η ρήξη με την κυβέρνηση του ΣΚ ήταν απολύτως απαραίτητη, αλλά θα έπρεπε να είχε προετοιμαστεί πολιτικά. Είναι καθήκον των ηγεσιών και των δύο αριστερών κομμάτων να δείξουν γιατί οι πολιτικές του ΣΚ αντιστοιχούν με τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Είναι επίσης καθήκον τους να εξηγήσουν υπομονετικά γιατί, δεδομένης της οργανικής κρίσης του καπιταλισμού, όλα τα αστικά κόμματα δεν μπορούν παρά να ακολουθήσουν πολιτικές λιτότητας.
Η έλλειψη πολιτικής προετοιμασίας σήμαινε ότι πολλοί εργαζόμενοι δεν κατάλαβαν τον λόγο της κατάρρευσης της κυβέρνησης και τελικά πίστεψαν τα ψέματα του ΣΚ ότι το ΠΚΚ και το ΑΜ ήταν ανεύθυνα, ανίκανα να κυβερνήσουν και σεχταριστές. Το άνοιγμα που έκανε το ΑΜ προς το ΣΚ κατά τη διάρκεια της εκστρατείας άφησε πολλούς ανθρώπους σε αμηχανία, επειδή ανακοίνωσε την ετοιμότητά του για μια νέα «μηχανή» χωρίς να έχει αντλήσει ένα σαφές και σοβαρό μάθημα από τα προηγούμενα χρόνια. Πολλοί αναρωτήθηκαν: «Γιατί το ΑΜ απέσυρε την υποστήριξή του προς το κυβερνών κόμμα όταν επιδιώκει ξανά έναν συνασπισμό;».
Θα ήταν δυνατό για αυτά τα κόμματα να διαφοροποιηθούν σαφώς από το ΣΚ με μια δυναμική και ενθουσιώδη προεκλογική εκστρατεία. Οι προτάσεις του ΑΜ και του ΠΚΚ για εθνικοποίηση εταιρειών στρατηγικής σημασίας, για παράδειγμα, είναι βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Θα πρέπει να προχωρήσουν ακόμη περισσότερο και να προωθήσουν ακόμα πιο ριζοσπαστικές πολιτικές, που δεν συνιστούν απλά μικρές βελτιώσεις, αλλά θεμελιώδεις αλλαγές. Για παράδειγμα, η κρίση της COVID-19 έπληξε ιδιαίτερα την Πορτογαλία, εκθέτοντας την κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Εθνική Υπηρεσία Υγείας (ΕΥΥ). Η ΕΥΥ ήταν μια νίκη της Επανάστασης των Γαρυφάλλων και πρέπει να την υπερασπιστούμε ενάντια σε ιδιωτικοποιήσεις και περικοπές. Αλλά ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: όσο ο καπιταλισμός παραμένει ανέγγιχτος, αυτοί οι στόχοι δεν μπορούν να επιτευχθούν.
Αυτό εγείρει το ερώτημα: ποιος πρέπει να πληρώσει για αυτά τα μέτρα; Δεν υπάρχει έλλειψη κεφαλαίων για την επίλυση αυτών των προβλημάτων. Η εργατική τάξη στριμώχνεται μέρα με τη μέρα για να γεμίσει τις τσέπες των καπιταλιστών. Οι κυβερνήσεις χορηγούν προγράμματα διάσωσης καπιταλιστικών επιχειρήσεων δισεκατομμυρίων δολαρίων εν ριπή οφθαλμού. Είναι δυνατόν να λυθεί αυτή η κρίση, αλλά για να συμβεί αυτό, ο πλούτος που δημιουργούν οι εργαζόμενοι πρέπει να απαλλοτριωθεί και να τεθεί υπό τον δημοκρατικό έλεγχο της εργατικής τάξης.
Το πρόγραμμα για το οποίο παλεύουμε δεν είναι ο χλιαρός ρεφορμισμός του ΣΚ. Ο καπιταλισμός στη βαθύτερη κρίση του δεν μπορεί να μας προσφέρει παρά λιτότητα και μιζέρια. Δεν θέλουμε ασήμαντες μεταρρυθμίσεις και μικρές βελτιώσεις του συστήματος, αλλά παλεύουμε για μια εντελώς διαφορετική κοινωνία, στην οποία ο πλούτος της ανθρωπότητας θα βρίσκεται σε αρμονία με τις ανάγκες των εργαζομένων.
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Αυγέρος