Άρθρο για τα γεγονότα που συγκλονίζουν της ΗΠΑ, γραμμένο από μέλος του τομέα Μινεάπολης του αμερικάνικου τμήματος της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης.
[Source]
Δευτέρα βράδυ, στις 20:00, η αστυνομία κλήθηκε στο μανάβικο Cup Foods στη Νότια Μινεάπολη για να διερευνήσει μια περίπτωση καταγγελίας για πλαστογραφία. Μερικές ώρες αργότερα, μια αστυνομική δήλωση εκδόθηκε από την αστυνομία με τον αθώο τίτλο: «Άνθρωπος πεθαίνει μετά από ιατρικό συμβάν κατά τη διάρκεια αλληλεπίδρασης με την αστυνομία».
Εν μία νυκτί, ωστόσο, το επίσημο αφήγημα ξεσκεπάστηκε, καθώς ένα βίντεο δύο αστυνομικών που φαίνονται να ακινητοποιούν έναν Αφροαμερικάνο έγινε «viral». Στο βίντεο που τράβηξε ένας περαστικός, ένας από τους αστυνομικούς γονατίζει πάνω στο λαιμό του άντρα, ο οποίος φωνάζει απελπισμένα: «Δεν μπορώ να αναπνεύσω! Σας παρακαλώ, δεν μπορώ να αναπνεύσω! Θα πεθάνω!». Καθώς συνεχίζει να παλεύει να πάρει απεγνωσμένα ανάσα για μερικά λεπτά, ένας από τους αστυνομικούς τον ρωτάει με εκνευρισμένο τόνο, «τι θέλεις;». Λίγες ώρες αργότερα, ανακοινώθηκε ότι ο Τζορτζ Φλόιντ είναι νεκρός.
Η αρχική δήλωση της αστυνομίας ισχυριζόταν ότι βρήκαν έναν άνδρα που θεωρήθηκε ύποπτος ότι ήταν υπό την επήρεια ναρκωτικών. Ενημέρωνε (σ.τ.ε: η δήλωση της αστυνομίας) την κοινή γνώμη πως η αστυνομία είχε καλέσει ασθενοφόρο για κάποιον που αντιμετώπιζε κάποιο «πρόβλημα υγείας» – χωρίς να διευκρινίζουν ότι αυτό το «πρόβλημα» πιθανώς να προκλήθηκε από τον αστυνομικό που γονάτισε πάνω του.
Το πρωί της Τρίτης, εμφανίστηκαν περισσότερες φωτογραφίες και βίντεο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μια εικόνα δείχνει τέσσερις αστυνομικούς συνολικά, με τρεις από αυτούς να κάθονται άνετα, ενώ ο συνάδελφός τους στραγγαλίζει με το γόνατό του τον Τζορτζ.
Μια διαμαρτυρία διοργανώθηκε βιαστικά μέσω Facebook από το “Black Lives Matter” («Οι Ζωές των Μαύρων Μετράνε») της Μινεσότα, για την Τρίτη στις 17:00. Μέχρι τις 15:00, οι τέσσερις εμπλεκόμενοι αστυνομικοί – Derek Chauvin, Thomas Lane, Tou Thao και J. Alexander Kueng – είχαν απολυθεί. Αλλά διαδηλωτές είχαν ήδη αρχίσει να μαζεύονται έξω από το Cup Foods.
Εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού, δεν ήταν σαφές τι είδους ανταπόκριση θα είχε η παρότρυνση για δράση. Όμως, μετά από έναν μακρύ χειμώνα, εν μέσω της χειρότερης οικονομικής κρίσης στην ιστορία των ΗΠΑ και με εκατομμύρια ανθρώπους να έχουν απογοητευτεί από το αποτέλεσμα των προκριματικών εκλογών, η υποβόσκουσα οργή ήταν έτοιμη να εκραγεί και να βγει στην επιφάνεια. Αυτή ήταν η 49η αστυνομική δολοφονία ενός μαύρου στην πόλη από το 2000 και ήταν σαφές ότι ήταν αρκετό για να βγει ο κόσμος στους δρόμους – με πανδημία ή χωρίς.
Οι διοργανωτές της διαδήλωσης διένειμαν προστατευτικές μάσκες, αντισηπτικά χεριών και εμφιαλωμένο νερό σε όποιον χρειαζόταν και παρότρυναν την τήρηση αποστάσεων. Στο αποκορύφωμά της, η διαμαρτυρία είχε μήκος αρκετά τετράγωνα, με εκατοντάδες ανθρώπους να κάνουν πορεία ειρηνικά, με συνθήματα όπως «Οι Ζωές των Μαύρων Μετράνε» και «Δεν μπορώ να αναπνεύσω!», φωνάζοντας «Άντε γαμήσου Τραμπ!» και «Δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη!».
Η ανεξέλεγκτη οργή εκφράστηκε μέσα από μερικά σπασμένα παράθυρα στα αστυνομικά οχήματα, καθώς η πορεία πλησίαζε ένα αστυνομικό τμήμα. Η αστυνομία ανταπάντησε, ρίχνοντας δακρυγόνα και πυροβολώντας με πλαστικές σφαίρες στο πλήθος, το οποίο περιελάμβανε παιδιά, γονείς και παππούδες. Την Τετάρτη το πρωί, ο δήμαρχος της Μινεάπολης, Τζέικομπ Φρέι, εξέδωσε δήλωση, ζητώντας τη σύλληψη του αστυνομικού που σκότωσε τον Τζορτζ Φλόιντ.
Αυθόρμητα, ένα μικρότερο πλήθος συγκεντρώθηκε έξω από το αστυνομικό τμήμα εκείνο το βράδυ. Αναμφίβολα, το μέγεθος αυτών των διαδηλώσεων θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο, αν δεν υπήρχε η πανδημία της Covid-19. Οι ζωντανές μεταδόσεις από τη διαδήλωση παρακολουθήθηκαν από δεκάδες χιλιάδες θεατές που ήταν στο πλευρό των διαδηλωτών.
Παρ’ όλο που οι διαδηλωτές στέκονταν ακίνητοι με τα χέρια υψωμένα στο δρόμο, φωνάζοντας «Δεν μπορώ να αναπνεύσω» και «τα χέρια ψηλά, μην πυροβολείτε», η αστυνομία έριξε ξανά δακρυγόνα στο πλήθος. Μερικοί από τους διαδηλωτές έβγαζαν τα καπάκια από μεγάλους κάδους σκουπιδιών, για να χρησιμοποιηθούν ως ασπίδες ενάντια στις πλαστικές σφαίρες που έριχνε η αστυνομία και όποιος προσπαθούσε να πετάξει αντικείμενα στους αστυνομικούς πίσω από τα αυτοσχέδια οδοφράγματα δεχόταν αμέσως παρατήρηση από τους υπόλοιπους διαδηλωτές να σταματήσει.
Μόλις πριν από λίγες εβδομάδες, η αστυνομία έμενε ατάραχη στην κοντινή οδό St. Paul, ενώ ένοπλοι διαδηλωτές ζητούσαν από τον τοπικό κυβερνήτη να αφήσει ξανά την οικονομία να λειτουργήσει κανονικά. Η φυλετική και ταξική σύνθεση αυτής της διαδήλωσης ήταν σαφώς διαφορετική – λευκή και μικροαστική. Αλλά, εφόσον η αστυνομία είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για την προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας και των κερδών των καπιταλιστών, οι κινητοποιήσεις για το άνοιγμα της οικονομίας βρίσκονταν υπό την προστασία τους. Όμως, οι διαμαρτυρίες για δικαιοσύνη κατά της δολοφονίας του Τζορτζ Φλόιντ – οι οποίες είναι διαμαρτυρίες ενάντια σε ένα σύστημα που βασίζεται στον ρατσισμό και την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης – δεν είναι ανεκτές στους ίδιους ακριβώς αστυνομικούς.
Μέχρι στιγμής, οι διαδηλώσεις ήταν σε μεγάλο βαθμό αυθόρμητες, το προϊόν της συσσωρευμένης οργής που απελευθερώθηκε σαν πεπιεσμένο αέριο από χύτρα ταχύτητας. Όπως το κίνημα του Φέργκιουσον που ξέσπασε με παρόμοιο τρόπο, η δικαιολογημένη οργή της κοινότητας αντιμετωπίστηκε με αστυνομική βία και καταστολή. Σε απάντηση στην αστυνομική βία, περισσότερες διαμαρτυρίες έχουν οριστεί για την Πέμπτη και το Σάββατο. Αλλά το κίνημα δεν έχει ηγεσία και, συνεπώς, ουσιαστικά ούτε κατεύθυνση.
Διάφορα συνδικάτα δημοσίευσαν δηλώσεις που καταδικάζουν την αστυνομία της Μινεάπολης και καλούν την κυβέρνηση της πόλης να «αναλάβει δράση». Αλλά χρειάζονται πολύ περισσότερα από τις εργατικές οργανώσεις! Θα πρέπει να συνδεθούν άμεσα με τις διαδηλώσεις και να κινητοποιήσουν τα μέλη τους να πλημμυρίσουν τους δρόμους. Με 364.000 μέλη των συνδικάτων σε όλη την πολιτεία, οι δρόμοι της πόλης θα μπορούσαν να ακινητοποιηθούν, αν αναλάμβαναν δράση οι κορυφές των συνδικάτων. Είναι η εργατική τάξη που έχει τη δύναμη να παραλύσει την οικονομία, αν το θελήσει! Μια γενική απεργία σε όλη την πόλη – όπως έγινε στην απεργία των Teamsters το 1934 – θα προσέλκυε την προσοχή των αρχών! Ουσιαστικά, θα έθετε το ζήτημα: ποιος θα έπρεπε να ελέγχει τη λειτουργία της κοινωνίας;
Αν και μερικοί εκμεταλλεύονται το χάος και την αποδιοργάνωση, που προέρχεται από μια αυθόρμητη, χωρίς ηγεσία κινητοποίηση, για λεηλασίες καταστημάτων, και ακόμα και για καταστροφές κτιρίων, αυτές οι ενέργειες δεν είναι αποτέλεσμα των διαδηλώσεων, αλλά προϊόν του συστήματος που υπερασπίζεται η αστυνομία. Ο καπιταλισμός δημιουργεί έναν κόσμο αφθονίας στα μεγάλα καταστήματα λιανικής, ενώ στρατιές πεινασμένων ανθρώπων δεν είναι σε θέση να αγοράσουν ούτε τα στοιχειώδη. Την ίδια στιγμή, πολυτελή διαμερίσματα μένουν άδεια εν μέσω μίας σοβαρής στεγαστικής κρίσης. Αυτές οι αντιφάσεις επιδεινώθηκαν από την οικονομική κρίση, που έπληξε τους εργαζόμενους και τους φτωχούς. Στις ΗΠΑ σήμερα, 41 εκατομμύρια εργαζόμενοι έχουν χάσει τη δουλειά τους από τον Μάρτιο, με το 39% εξ αυτών να είναι εξαιρετικά χαμηλά αμειβόμενοι, με ετήσιο εισόδημα κάτω των 49.000 δολαρίων. Το 35% των νοικοκυριών με παιδιά δεν μπορεί πλέον να καλύψει επαρκώς τις διατροφικές του ανάγκες. Αυτό έχει οδηγήσει σε μία εκρηκτική διάθεση που ψάχνει για διέξοδο.
Παρ’ όλα αυτά, στοιχεία οργάνωσης έχουν παρατηρηθεί σε εμβρυακή μορφή τις πρώτες 48 ώρες αυτού του κινήματος. Χαρακτηριστικά τέτοια παραδείγματα ήταν η διανομή μασκών, αντισηπτικών κ.α. σε όσους είχαν ανάγκη. Επίσης, μεγάλο πλήθος διαδηλωτών ήταν απόλυτα ικανό να «διατηρήσει την τάξη», κρατώντας αποστάσεις ασφαλείας. Για παράδειγμα, όταν αγανακτισμένα άτομα προσπαθούσαν να πετάξουν αντικείμενα στην αστυνομία, άλλοι τους σταμάτησαν για να μη δώσουν το πρόσχημα στους αστυνομικούς να προχωρήσουν σε ακόμη πιο εκτεταμένη καταστολή.
Για να κάνει το κίνημα το επόμενο βήμα, το οργανωμένο εργατικό κίνημα πρέπει ενεργά να συνδεθεί με τους διαδηλωτές, σε αναγνώριση του κοινού αγώνα των εργατών ενάντια στο ρατσιστικό καπιταλιστικό σύστημα. Με τους πόρους και το ανθρώπινο δυναμικό των συνδικάτων, το κίνημα θα αποκτούσε έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα. Η αστυνομία θα ήταν λιγότερο πιθανό να επιτεθεί σε σε χιλιάδες πυροσβέστες και μεταλλεργάτες ! Αλλά, ακόμα κι αν το έκαναν αυτό, θα μπορούσε να πυροδοτήσεις μια ακόμα οξύτερη κρίση για την κυβέρνηση – και δεν θα περιοριζόταν στην Μινεάπολη.
Παρά την ταμπέλα «Ωραία Μινεσότα», η Μινεσότα είναι μια από τις πιο άνισες φυλετικά πολιτείες της χώρας, και το ταξικό μίσος είναι έκδηλο. Πριν από την Covid-19, μόλις το 7% των λευκών της Μινεσότα ζούσε κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας, σε σύγκριση με το 32% των μαύρων κατοίκων. Η επίσημη ανεργία για τους μαύρους ήταν σχεδόν τρεις φορές υψηλότερη από το ποσοστό ανεργίας για τους λευκούς. Για δεκαετίες, οι μαύρες οικογένειες εμποδίζονταν να αγοράσουν ακίνητα σε καθορισμένες «λευκές γειτονιές», μέσω των λεγόμενων «φυλετικών συμβάσεων», που ενσωματώθηκαν σε συμβολαιογραφικές πράξεις που γράφτηκαν μεταξύ του 1910 και του 1950. Αυτός είναι ένας θεσμοθετημένος ρατσισμός στον αμερικάνικο καπιταλισμό.
Κατά κανόνα, οι αστυνομικοί δεν περιπολούν τις γειτονιές τους. Στρατολογούνται συχνά από τα πιο αντιδραστικά στρώματα της κοινωνίας και στέλνονται σε φτωχές και εργατικές γειτονιές, για να τρομοκρατήσουν τους ανθρώπους που, υποτίθεται, περιφρονούν. Αυτό εξηγεί γιατί οι εκκλήσεις της αστυνομίας για «κοινοτικό έλεγχο» και η οδηγία προς τους αστυνομικούς να περιπολούν τις γειτονιές από τις οποίες προέρχονται είναι τα πρώτα πράγματα που έρχονται στο μυαλό πολλών ανθρώπων κάθε φορά που ένας λευκός αστυνομικός σκοτώνει ένα μαύρο άτομο στο δρόμο.
Αλλά, είναι αδύνατο να καθιερωθεί κοινοτικός έλεγχος στις γειτονιές μας και να καταστεί εγγυημένη η ασφάλειά μας, ενώ υπάρχει θεμελιώδης ανισότητα σε κάθε άλλη πτυχή της ζωής. Η «ισότητα στη ζωή» μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την κατάργηση του καπιταλισμού και την αντικατάσταση του καπιταλιστικού κράτους με ένα κράτος, που θα λειτουργεί δημοκρατικά από τους εργάτες. Η αστυνομία είναι μέρος του μηχανισμού του καπιταλιστικού κράτους, που χρησιμοποιείται για την υπεράσπιση της μικροσκοπικής μειονότητας που κατέχει τα μέσα παραγωγής. Καμιά δέσμη μέτρων εποπτείας ή «κοινοτικοί πίνακες ελέγχου» δεν θα αλλάξουν την κατασταλτική φύση αυτών των σωμάτων.
Οι εργάτες δεν μπορούν να βασίζονται στην καπιταλιστική αστυνομία για την προστασία τους. Η Περιφερειακή Ομοσπονδία Εργατών της Μινεάπολης θα πρέπει να οργανώσει επιτροπές άμυνας στις γειτονιές, για να ενώσει τόσο τους συνδικαλισμένους όσο και τους ανοργάνωτους εργαζόμενους και τους ανέργους, ώστε να αμυνθούμε απέναντι στην αστυνομική βία στις εργατικές γειτονιές – μπορούμε να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας συλλογικά!
Παρομοίως, τα πρόσφατα αιτήματα για «ενέργειες» και «δικαιοσύνη» δεν είναι αρκετά συγκεκριμένες. Ποιες ενέργειες; Πώς μπορούμε να μιλάμε για δικαιοσύνη, όταν είναι ένοχο ολόκληρο το σύστημα;
Σε σύγκριση με πολλές άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, ο δήμαρχος Φρέι έχει κινηθεί πιο επιθετικά κατά των συγκεκριμένων εμπλεκόμενων αστυνομικών – γιατί ξέρει ότι κάθεται πάνω σε μια πυριτιδαποθήκη έτοιμη να εκραγεί. Αλλά, δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε αυτό το όργανο του Δημοκρατικού Κόμματος και των καπιταλιστών της πόλης. Ούτε πρέπει να πιστεύουμε ότι το FBI, το οποίο έχει κληθεί να ερευνήσει, μπορεί να επιφέρει «δικαιοσύνη» με οποιονδήποτε τρόπο ή μορφή.
Ο θεσμός της αστυνομίας, στο σύνολό του, είναι γεμάτος ρατσισμό και κατάχρηση εξουσίας, μια αντανάκλαση του συστήματος που υπηρετεί . Η αφαίρεση μερικών «σάπιων μήλων» δεν κάνει τίποτα που να μπορεί να αλλάξει ριζικά τις ταξικές σχέσεις που γεννούν τέτοιες τραγωδίες. Ακόμα κι αν η αστυνομία δείξει τη «βέλτιστη συμπεριφορά» της για κάποιο χρονικό διάστημα, τελικά θα προκύψει άλλη δολοφονία από κάποιον άλλο «εκτός ελέγχου» αστυνομικό.
Προκειμένου να διατηρηθεί ένα σύστημα, στο οποίο μια μικρή κυρίαρχη κλίκα μπορεί να καταστείλει τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, πρέπει να μας διασπούν με βάση τη φυλή, την εθνικότητα, τη θρησκεία, τη σεξουαλικότητα, το φύλο και οτιδήποτε άλλο. Όταν ένα τμήμα της εργατικής τάξης κατηγορεί ένα άλλο ότι έχει ένα μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας, η αστική τάξη μπορεί να κοιμάται ήρεμα, γνωρίζοντας ότι όλα πάνε καλά. Μια σοσιαλιστική επανάσταση δεν θα σβήσει αμέσως όλες τις προκαταλήψεις της καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά θα καταστρέψει τα ίδια τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζεται ο ρατσισμός, και θα μας δώσει τη δυνατότητα να τον τσακίσουμε «από την κορυφή ως τα νύχια».
Πριν δολοφονηθεί κι αυτός από την αστυνομία στο Σικάγο, ο Fred Hampton εξήγησε:
Θα πολεμήσουμε τον ρατσισμό, όχι με τον ρατσισμό, αλλά θα τον πολεμήσουμε με αλληλεγγύη. Λέμε ότι δεν πρόκειται να πολεμήσουμε τον καπιταλισμό με τον «καπιταλισμό των μαύρων», αλλά θα τον πολεμήσουμε με τον σοσιαλισμό… Θα παλέψουμε [την αντίδραση] όλοι μαζί ενωμένοι για μια διεθνή προλεταριακή επανάσταση.
Και όπως εξηγούμε στο πρόγραμμά μας: «Αποζημιώσεις για αιώνες εκμετάλλευσης, ρατσισμού και καταπίεσης μπορούν να επιτευχθούν μόνο με τον τερματισμό του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού».
Οργανωθείτε στη Διεθνή Μαρξιστική Τάση και παλέψτε μαζί μας για να γίνει αυτό πραγματικότητα!