Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι σε 10 μόνο χρόνια θα κλείσουν τα 100 χρόνια του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτή η μπροσούρα, που δείχνει το μεγαλύτερο πνεύμα στην παγκόσμια φιλολογία, μας εκπλήσσει ακόμα και σήμερα με την επικαιρότητά-της. Τα πιο σημαντικά τμήματά-της φαίνονται σαν να γράφτηκαν χτες. Βέβαια, οι νεαροί συγγραφείς-της (ο Μαρξ είταν 29 χρονών και ο Έγκελς 27) μπορούσαν να δουν το μέλλον ευρύτερα από οποιονδήποτε προκάτοχό-τους και ίσως κι από οποιονδήποτε μεταγενέστερο.
Ήδη, στην κοινή-τους Εισαγωγή στην έκδοση του 1872, ο Μαρξ και ο Έγκελς διακήρυξαν ότι παρά το γεγονός ότι ορισμένα δευτερεύοντα αποσπάσματα του Μανιφέστου είταν απαρχαιωμένα, αισθάνονταν ότι δεν είχαν πια το δικαίωμα να αλλάξουν το αρχικό κείμενο, αφού το Μανιφέστο είχε ήδη γίνει ένα ιστορικό ντοκουμέντο, στην περίοδο αυτή των 25 χρόνων που είχαν περάσει.
Εξήντα πέντε επιπλέον χρόνια έχουν περάσει από τότε. Μεμονωμένα αποσπάσματα του Μανιφέστου ανήκουν ακόμα περισσότερο στο παρελθόν. Θα προσπαθήσουμε να εγκαθιδρύσουμε με σαφήνεια, σ’ αυτή την Εισαγωγή, τόσο τις ιδέες εκείνες του Μανιφέστου που διατηρούν σήμερα όλη-τους την ισχύ, όσο και κείνες που απαιτούν σημαντική αλλαγή ή διεύρυνση.
1. Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας, που ανακάλυψε ο Μαρξ λίγο πριν, και εφάρμοσε με πλήρη επιδεξιότητα στο Μανιφέστο, έχει περάσει με απόλυτη επιτυχία το τεστ των γεγονότων και τα χτυπήματα της εχθρικής κριτικής. Σήμερα, συνιστά ένα από τα πιο πολύτιμα εργαλεία της ανθρώπινης σκέψης.
Όλες οι άλλες ερμηνείες του ιστορικού προτσές έχουν χάσει κάθε επιστημονικό νόημα. Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι είναι αδύνατο στην εποχή-μας όχι μόνο να είσαι ένας επαναστάτης μαχητής, αλλά ούτε και εγγράμματος παρατηρητής στην πολιτική χωρίς να αφομοιώσεις την υλιστική ερμηνεία της ιστορίας.
2. Το πρώτο κεφάλαιο του Μανιφέστου αρχίζει με τις παρακάτω λέξεις: «Η ιστορία όλων των μέχρι σήμερα κοινωνιών είναι η ιστορία των ταξικών αγώνων» . Αυτή η θέση, το πιο σημαντικό συμπέρασμα που βγαίνει από την υλιστική ερμηνεία της ιστορίας, έγινε άμεσα ένα ζήτημα της ταξικής πάλης.
Έγιναν ιδιαίτερα δηλητηριώδεις επιθέσεις από αντιδραστικούς υποκριτές, φιλελεύθερους δογματικούς και ιδεαλιστές δημοκράτες ενάντια στη θεωρία που αντικατάστησε το «κοινό καλό», την «εθνική ενότητα» και τις «αιώνιες ηθικές αλήθειες» σαν την κινητήρια δύναμη με την πάλη υλικών συμφερόντων.
Αργότερα προστέθηκαν στις γραμμές-τους και μέλη του ίδιου του εργατικού κινήματος, οι αποκαλούμενοι ρεβιζιονιστές, δηλαδή οι υπέρμαχοι της ανασκευής («αναθεώρησης») του Μαρξισμού στο πνεύμα της ταξικής συνεργασίας και της ταξικής συμφιλίωσης.
Τελικά, στην εποχή-μας, τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν στην πράξη οι άξιοι περιφρόνησης επίγονοι της Κομμουνιστικής Διεθνούς (οι «Σταλινικοί»): η πολιτική του λεγόμενου «Λαϊκού Μετώπου» άνθησε κυριολεχτικά πάνω στο έδαφος της άρνησης των νόμων της ταξικής πάλης.
Στο μεταξύ, είναι ακριβώς η εποχή του ιμπεριαλισμού η οποία φέρνει όλες τις κοινωνικές αντιφάσεις στο υψηλότερό-τους σημείο, που δίνει στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο τη μεγαλύτερη θεωρητική-του δικαίωση.
3. Η ανατομία του καπιταλισμού, σαν ιδιαίτερο στάδιο στην οικονομική ανάπτυξη της κοινωνίας, δόθηκε από τον Μαρξ με ολοκληρωμένη μορφή στο Κεφάλαιο (1867).
Αλλά ήδη στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο χαράχτηκαν σταθερά οι κύριες γραμμές της μελλοντικής ανάλυσης: η πληρωμή της εργατικής δύναμης σαν ισοδύναμο του κόστους αναπαραγωγής-της, η ιδιοποίηση της υπεραξίας από τους καπιταλιστές, ο ανταγωνισμός σαν η βάση των κοινωνικών σχέσεων, η καταστροφή των ενδιάμεσων τάξεων, δηλαδή της μικρομπουρζουαζίας των πόλεων και της αγροτιάς, η συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια ενός συνεχώς μειούμενου αριθμού ιδιοκτητών, από τη μια μεριά, και ο αυξανόμενος αριθμός του προλεταριάτου, από την άλλη, η προετοιμασία των υλικών και πολιτικών προϋποθέσεων για το σοσιαλιστικό καθεστώς .
4.Η πρόταση στο Μανιφέστο που αφορά την τάση του καπιταλισμού να ρίχνει το βιοτικό επίπεδο των εργατών, και ακόμα να τους εξαθλιώνει, έχει δεχτεί πολλά πυρά.
Παπάδες, καθηγητές, υπουργοί, δημοσιογράφοι, σοσιαλδημοκράτες θεωρητικοί και συνδικαλιστές ηγέτες βγήκαν μπροστά ενάντια στη λεγόμενη «θεωρία της εξαθλίωσης». Ανακάλυψαν όλοι σημάδια αυξανόμενης ευημερίας των εργατών, θεωρώντας προλεταριάτο την εργατική αριστοκρατία ή παίρνοντας μια παροδική τάση σαν σταθερή και μόνιμη.
Στο μεταξύ, ακόμα και η ανάπτυξη του ισχυρότερου καπιταλισμού, δηλαδή του αμερικανικού καπιταλισμού, έχει οδηγήσει σε εξαθλίωση εκατομμύρια εργάτες που συντηρούνται πια χάρη στην ομοσπονδιακή, δημοτική ή ιδιωτική φιλανθρωπία.
5. Ενάντια στο Μανιφέστο, που περιέγραψε τις εμπορικές και βιομηχανικές κρίσεις σαν μια σειρά όλο και πιο εκτεταμένων καταστροφών, οι ρεβιζιονιστές βεβαίωναν ότι η εθνική και διεθνής ανάπτυξη των τραστ θα εξασφάλιζε τον έλεγχο πάνω στην αγορά και θα οδηγούσε βαθμιαία στην κατάργηση των κρίσεων.
Το τέλος του περασμένου αιώνα και η αρχή του τωρινού σημαδεύτηκαν πραγματικά από μια ανάπτυξη του καπιταλισμού τόσο θυελλώδη, ώστε να κάνει τις κρίσεις να φαίνονται μόνο σαν «τυχαίο» σταμάτημα. Αλλά αυτή η εποχή έχει περάσει χωρίς επιστροφή. Σε τελευταία ανάλυση, η αλήθεια αποδείχτηκε ότι είταν με το μέρος του Μαρξ και σ’ αυτό επίσης το ζήτημα.
6. «Η διοίκηση του σημερινού κράτους δεν είναι παρά μια επιτροπή για τη διεύθυνση των κοινών υποθέσεων ολόκληρης της μπουρζουαζίας». Αυτή η περιεχτική διατύπωση, που οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας την έβλεπαν σαν ένα δημοσιογραφικό παράδοξο, περιέχει πράγματι τη μόνη επιστημονική θεωρία του κράτους.
Η δημοκρατία που λανσάρεται από την μπουρζουαζία δεν είναι, όπως ο Μπερνστάιν και ο Κάουτσκι θεωρούσαν, ένα άδειο σακί, που μπορεί κανείς ανενόχλητα να το γεμίσει με κάθε είδους ταξικό περιεχόμενο. Η αστική δημοκρατία μπορεί να υπηρετήσει μόνο την αστική τάξη. Μια κυβέρνηση «Λαϊκού Μετώπου», είτε έχει επικεφαλής τον Μπλούμ ή τον Σόταμ, τον Καμπαλέρο ή τον Νεγκρίν, είναι μόνο «μια επιτροπή για τη διεύθυνση των κοινών υποθέσεων ολόκληρης της μπουρζουαζίας». Οποτεδήποτε αυτή η «επιτροπή» διευθύνει τις υποθέσεις ανεπαρκώς, η μπουρζουαζία την απολύει με μια κλωτσιά.
7. «Κάθε ταξική πάλη είναι μια πολιτική πάλη». «Η οργάνωση του προλεταριάτου σαν τάξης είναι κατά συνέπεια η οργάνωσή-του σε πολιτικό κόμμα».
Συνδικαλιστές, από τη μια μεριά, και αναρχοσυνδικαλιστές, από την άλλη, έχουν εδώ και πολύν καιρό απομακρυνθεί –και το κάνουν ακόμα– από την κατανόηση αυτών των ιστορικών νόμων. Ο «καθαρός» συνδικαλισμός έχει τώρα δεχτεί ένα συντριπτικό πλήγμα στο κύριο καταφύγιό-του: στις Ενωμένες Πολιτείες. Ο αναρχοσυνδικαλισμός έχει δεχτεί μια ανεπανόρθωτη ήττα στο τελευταίο οχυρό-του –την Ισπανία. Και εδώ επίσης, το Μανιφέστο αποδείχτηκε σωστό.
8. Το προλεταριάτο δεν μπορεί να καταλάβει την εξουσία μέσα στο νομικό πλαίσιο που έχει εγκαθιδρύσει η μπουρζουαζία. «Οι κομμουνιστές διακηρύσσουν ανοιχτά ότι οι σκοποί-τους μπορούν να επιτευχτούν μόνο με τη βίαιη ανατροπή όλων των υπαρχουσών κοινωνικών συνθηκών ».
Ο ρεφορμισμός προσπαθούσε να εξηγήσει αυτή τη διατύπωση του Μανιφέστου πάνω στη βάση της ανωριμότητας του κινήματος εκείνη την περίοδο και την ανεπαρκή ανάπτυξη της δημοκρατίας. Η μοίρα της ιταλικής, της γερμανικής και ενός μεγάλου αριθμού άλλων «δημοκρατιών» αποδείχνει ότι η «ανωριμότητα» είναι το διακριτικό χαρακτηριστικό των ιδεών των ίδιων των ρεφορμιστών.
9. Για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, η εργατική τάξη πρέπει να συγκεντρώσει στα χέρια-της τέτοια εξουσία ώστε να μπορεί να συντρίψει κάθε πολιτικό εμπόδιο που κλείνει το δρόμο στο νέο σύστημα. «Το προλεταριάτο οργανωμένο ως κυρίαρχη τάξη» –αυτή είναι η δικτατορία.
Η έκταση και το βάθος-της εξαρτώνται από τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των χωρών που έχουν πάρει το δρόμο της σοσιαλιστικής επανάστασης, τόσο πιο ελεύθερες και πιο εύκαμπτες μορφές θα πάρει η διχτατορία, τόσο πιο ευρύτερη και πιο βαθιά θα είναι η εργατική δημοκρατία.
10. Η διεθνής ανάπτυξη του καπιταλισμού έχει προκαθορίσει τον διεθνή χαραχτήρα της προλεταριακής επανάστασης. «Ενιαία δράση των κύριων πολιτισμένων χωρών τουλάχιστον, είναι ένας από τους πρώτους όρους για την απελευθέρωση του προλεταριάτου».
Η κατοπινή ανάπτυξη του καπιταλισμού έχει τόσο στενά δέσει όλα τα τμήματα του πλανήτη-μας, και τα «πολιτισμένα» και τα «απολίτιστα», που το πρόβλημα της σοσιαλιστικής επανάστασης έχει ολοκληρωτικά και αποφασιστικά πάρει ένα παγκόσμιο χαραχτήρα.
Η σοβιετική γραφειοκρατία προσπαθεί να διαλύσει το Μανιφέστο σε σχέση μ’ αυτό το θεμελιακό ζήτημα. Ο βοναπαρτιστικός εκφυλισμός του σοβιετικού κράτους, είναι μια συντριπτική απόδειξη του λαθεμένου της θεωρίας του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα.
11. «Όταν, στην πορεία της ανάπτυξης, οι ταξικές διακρίσεις έχουν εξαφανιστεί και όλη η παραγωγή έχει συγκεντρωθεί στα χέρια μιας ευρείας ένωσης ολόκληρου του έθνους, η δημόσια εξουσία θα χάσει τον πολιτικό-της χαραχτήρα». Μ ε άλλα λόγια: το κράτος θα σβήσει. Η κοινωνία παραμένει –απελευθερωμένη από τον ζουρλομανδύα. Αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από το σοσιαλισμό. Το αντίστροφο θεώρημα: η τερατώδης ανάπτυξη της κρατικής καταπίεσης στην ΕΣΣΔ, είναι μια εύγλωττη μαρτυρία ότι η κοινωνία κινείται μακριά από το σοσιαλισμό .
12. «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα». Αυτά τα λόγια του Μανιφέστου έχουν περισσότερο από μια φορά θεωρηθεί από τους φιλισταίους σαν ένα αγκιτατόρικο λογοπαίγνιο. Στην πραγματικότητα, τα λόγια αυτά έχουν δώσει στο προλεταριάτο τη μόνη δυνατή κατεύθυνση στο ζήτημα της καπιταλιστικής «πατρίδας».
Η παραβίαση αυτής της γραμμής από τη Δεύτερη Διεθνή έφερε όχι μόνο τέσσερα χρόνια καταστροφής στην Ευρώπη, αλλά την τωρινή στασιμότητα του παγκόσμιου πολιτισμού. Μπροστά στον επικείμενο νέο πόλεμο, για τον οποίο η προδοσία της Τρίτης Διεθνούς άνοιξε το δρόμο, το Μανιφέστο παραμένει ακόμα και τώρα ο πιο αξιόπιστος σύμβουλος για το ζήτημα της καπιταλιστικής «πατρίδας».
Έτσι βλέπουμε ότι το κοινό και μάλλον σύντομο έργο των δύο νεαρών συγγραφέων συνεχίζει να δίνει ακόμα αναντικατάστατες κατευθύνσεις πάνω στα πιο σοβαρά και καυτά ζητήματα της πάλης για απελευθέρωση. Ποιό άλλο βιβλίο θα μπορούσε έστω και στο ελάχιστο να συγκριθεί με το Κομμουνιστικό Μανιφέστο;
Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι, ύστερα από 90 χρόνια χωρίς προηγούμενο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και μεγάλων κοινωνικών αγώνων, το Μανιφέστο δεν χρειάζεται ούτε διορθώσεις, ούτε προσθήκες. Η επαναστατική σκέψη δεν έχει τίποτα το κοινό με την ειδωλολατρία. Τα προγράμματα και οι προοπτικές δοκιμάζονται και διορθώνονται στο φως της εμπειρίας, που είναι το υπέρτατο κριτήριο της ανθρώπινης λογικής. Το Μανιφέστο, επίσης, απαιτεί διορθώσεις και προσθήκες.
Όμως, όπως δείχνει η ίδια η ιστορική εμπειρία, αυτές οι διορθώσεις και οι προσθήκες μπορούν με επιτυχία να γίνουν προχωρώντας μόνο με τη μέθοδο που υπάρχει στα θεμέλια του ίδιου του Μανιφέστου. Θα προσπαθήσουμε να το δείξουμε αυτό σε αρκετές πολύ σημαντικές περιπτώσεις.
1. Ο Μαρξ δίδαξε ότι κανένα κοινωνικό σύστημα δεν φεύγει από την αρένα της ιστορίας πριν εξαντλήσει τις δημιουργικές-του δυνατότητες. Το Μανιφέστο καταγγέλλει τον καπιταλισμό γιατί καθυστερεί την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, όμως, όπως και στις δεκαετίες που ακολούθησαν, αυτή η επιβράδυνση ήταν μόνο σχετική στη φύση-της.
Αν ήταν δυνατό στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, να οργανωθεί η οικονομία πάνω σε σοσιαλιστικές αρχές, οι ρυθμοί ανάπτυξής-της θα ήταν αμέτρητα πιο μεγάλοι. Αλλά αυτή η θεωρητικά αναμφισβήτητη αλήθεια δεν ακυρώνει ωστόσο το γεγονός ότι οι παραγωγικές δυνάμεις συνέχισαν να επεκτείνονται σε παγκόσμια κλίμακα μέχρι τον παγκόσμιο πόλεμο.
Μόνο στα τελευταία 20 χρόνια, παρά τις πιο σύγχρονες καταχτήσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας, έχει αρχίσει η εποχή μιας πλήρους αποτελμάτωσης και ακόμα παρακμής της παγκόσμιας οικονομίας. Η ανθρωπότητα αρχίζει να ξοδεύει το συσσωρευμένο-της κεφάλαιο, ενώ ο επόμενος πόλεμος απειλεί να καταστρέψει τα ίδια τα θεμέλια του πολιτισμού για πολλά ακόμα χρόνια.
2. Οι συγγραφείς του Μανιφέστου θεωρούσαν ότι ο καπιταλισμός θα πεταγόταν στην άκρη πολύ πριν την εποχή που από ένα σχετικά αντιδραστικό καθεστώς θα μετατρεπόταν σε ένα απόλυτα αντιδραστικό καθεστώς.Αυτή η μεταμόρφωση πήρε την τελική-της μορφή μπροστά στα μάτια της τωρινής γενιάς και μετάτρεψε την εποχή-μας σε εποχή πολέμων, επαναστάσεων και φασισμού.
Το σφάλμα του Μαρξ και του Έγκελς, σε σχέση με τις ιστορικές ημερομηνίες, πήγασε, από τη μια μεριά, από μια υποτίμηση των μελλοντικών δυνατοτήτων, που υπήρχαν σε λανθάνουσα κατάσταση στον καπιταλισμό, και, από την άλλη, από μια υπερεκτίμηση της επαναστατικής ωριμότητας του προλεταριάτου.
Η επανάσταση του 1848 δεν μετατράπηκε σε σοσιαλιστική επανάσταση, όπως είχε υπολογίσει το Μανιφέστο, αλλά άνοιξε για τη Γερμανία τη δυνατότητα μιας πλατιάς μελλοντικής καπιταλιστικής ανόδου. Η Παρισινή Κομμούνα απόδειξε ότι το προλεταριάτο, χωρίς να έχει ένα σφυρηλατημένο επαναστατικό κόμμα επικεφαλής-του, δεν μπορεί να αποσπάσει την εξουσία από την μπουρζουαζία.
Στο μεταξύ, η παρατεταμένη περίοδος της καπιταλιστικής ευημερίας που ακολούθησε, δεν έφερε την εκπαίδευση μιας επαναστατικής πρωτοπορίας, αλλά μάλλον τον αστικό εκφυλισμό της εργατικής αριστοκρατίας, που έγινε με τη σειρά-της το κύριο φρένο στην προλεταριακή επανάσταση. Όπως είναι φυσικό, οι συγγραφείς του Μανιφέστου δεν θα μπορούσαν πιθανό να προβλέψουν αυτή τη «διαλεχτική».
3.Για το Μανιφέστο, ο καπιταλισμός ήταν το βασίλειο του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ενώ αναφερόταν στην αυξανόμενη συγκέντρωση του κεφαλαίου, το Μανιφέστου δεν έβγαζε τα αναγκαία συμπεράσματα σε σχέση με το μονοπώλιο που έχει γίνει η κυριαρχική καπιταλιστική μορφή στην εποχή-μας και η πιο σημαντική προϋπόθεση για τη σοσιαλιστική οικονομία. Μόνο αργότερα, στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ εγκαθίδρυσε την τάση προς τη μετάβαση του ελεύθερου ανταγωνισμού σε μονοπώλιο. Είταν ο Λένιν που έδωσε ένα επιστημονικό χαρακτηρισμό του μονοπωλιακού καπιταλισμού στον «ιμπεριαλισμό»-του.
4. Βασιζόμενοι πρωταρχικά πάνω στο παράδειγμα της «βιομηχανικής επανάστασης» στη Βρετανία, οι συγγραφείς του Μανιφέστου σκιαγράφησαν πολύ μονόπλευρα το προτσές της διάλυσης των ενδιάμεσων τάξεων, σαν μια ολοκληρωτική εκπρολεταριοποίηση των τεχνητών, των μικρεμπόρων και των αγροτών.Στην πραγματικότητα, οι στοιχειακές δυνάμεις του συναγωνισμού απέχουν πολύ από το να έχουν ολοκληρώσει αυτή την ταυτόχρονα προοδευτική και βάρβαρη δουλειά.
Ο καπιταλισμός έχει καταστρέψει την μικροαστική τάξη με ένα πολύ ταχύτερο ρυθμό από ότι την εκπρολεταριοποίησε. Επιπλέον, το αστικό κράτος εδώ και πολύν καιρό έχει κατευθύνει τη συνειδητή-του πολιτική προς την τεχνητή διατήρηση των μικροαστικών στρωμάτων.
Στον αντίθετο πόλο, η αύξηση της τεχνολογίας και η ορθολογικοποίηση της μεγάλης κλίμακας βιομηχανίας γέννησαν τη χρόνια ανεργία και εμπόδισαν την εκπρολεταριοποίηση της μικρομπουρζουαζίας.
Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη του καπιταλισμού έχει επιταχύνει στο έπακρο την αύξηση των λεγεώνων των τεχνικών, των διευθυντών, των εμπορικών υπαλλήλων, με λίγα λόγια, τη λεγόμενη «νέα μεσαία τάξη» . Κατά συνέπεια, οι ενδιάμεσες τάξεις, που στην εξαφάνισή-τους το Μανιφέστο τόσο κατηγορηματικά αναφέρεται, συμπεριλαμβάνουν ακόμα και σε μια χώρα τόσο εκβιομηχανισμένη όπως η Γερμανία, περίπου το μισό του πληθυσμού.
Όμως, η τεχνητή διατήρηση των απαρχαιωμένων μικροαστικών στρωμάτων με κανένα τρόπο δεν μετριάζει τις κοινωνικές αντιφάσεις, αλλά, αντίθετα, τις επενδύει με μια εξαιρετική οξύτητα, και, μαζί με τον διαρκή στρατό των ανέργων, συνιστά την πιο φοβερή έκφραση της παρακμής του καπιταλισμού.
5. Υπολογισμένο για μια επαναστατική εποχή, το Μανιφέστο περιέχει (στο τέλος του κεφαλαίου II) δέκα αιτήματα που ανταποκρίνονται στην περίοδο της άμεσης μετάβασης από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Στην Εισαγωγή-τους, το 1872, ο Μαρξ και ο Έγκελς διακηρύσσουν ότι αυτά τα αιτήματα έχουν ενμέρει απαρχαιωθεί και σε κάθε περίπτωση είναι δευτερεύουσας σημασίας.
Οι ρεφορμιστές άρπαξαν αυτή την εκτίμηση ερμηνεύοντάς-την στο πνεύμα ότι τα μεταβατικά επαναστατικά αιτήματα έχουν παραχωρήσει για πάντα τη θέση-τους στο σοσιαλδημοκρατικό «μίνιμουμ πρόγραμμα», το οποίο, όπως είναι πολύ γνωστό, δεν ξεπερνάει τα όρια της αστικής δημοκρατίας.
Στην πραγματικότητα, οι συγγραφείς του Μανιφέστου έδειξαν με μεγάλη ακρίβεια την κύρια διόρθωση του μεταβατικού-τους προγράμματος, δηλαδή ότι «η εργατική τάξη δεν μπορεί να πάρει στα χέρια-της την έτοιμη κρατική μηχανή και να την χρησιμοποιήσει για τους δικούς-της σκοπούς». Με άλλα λόγια, η διόρθωση διευθύνθηκε ενάντια στον φετιχισμό της αστικής δημοκρατίας.
Ο Μαρξ αργότερα αντέταξε στο καπιταλιστικό κράτος το κράτος του τύπου της Κομμούνας. Αυτός ο «τύπος» στη συνέχεια, πήρε την πιο ανάγλυφη μορφή των Σοβιέτ. Δεν μπορεί να υπάρχει επαναστατικό πρόγραμμα σήμερα χωρίς Σοβιέτ και χωρίς εργατικό έλεγχο.
Όσο για τα υπόλοιπα, τα δέκα αιτήματα του Μανιφέστου, που εμφανίστηκαν «πρόωρα» την εποχή της ειρηνικής κοινοβουλευτικής δραστηριότητας, έχουν σήμερα ξανακερδίσει την αληθινή-τους σημασία. Τα σοσιαλδημοκρατικά «μίνιμουμ προγράμματα», από την άλλη μεριά, έχουν απελπιστικά απαρχαιωθεί.
6. Βασιζόμενο στην προσδοκία ότι «η Γερμανική αστική Επανάσταση δεν θα είναι παρά το προανάκρουσμα της προλεταριακής επανάστασης που άμεσα θα ακολουθήσει», το Μανιφέστο παραθέτει τις προχωρημένες συνθήκες του ευρωπαϊκού πολιτισμού σε σύγκριση μ’ αυτές που υπήρχαν στην Αγγλία του 17ου αιώνα και στη Γαλλία του 18ου αιώνα και ακόμα την πολύ μεγαλύτερη ανάπτυξη του προλεταριάτου.
Το σφάλμα σ’ αυτή την πρόβλεψη δεν αφορά μόνο την ημερομηνία. Η Επανάσταση του 1848 αποκάλυψε μέσα σε λίγους μήνες ότι ακριβώς κάτω από πιο προχωρημένες συνθήκες, καμιά από τις αστικές τάξεις δεν είταν ικανή να ολοκληρώσει την επανάστάση: η μεγάλη και η μεσαία μπουρζουαζία είναι πολύ δεμένες με τους γαιοχτήμονες και εμποδίζονται από το φόβο των μαζών. Η μικροαστική τάξη είναι υπερβολικά διασπασμένη και με τις ηγετικές-της κορυφές να εξαρτώνται υπερβολικά από τη μεγάλη μπουρζουαζία.
Όπως φάνηκε από ολόκληρη την πορεία ανάπτυξης που ακολούθησε στην Ευρώπη και στην Ασία, η αστική επανάσταση, παρμένη καθεαυτή, δεν μπορεί πια, γενικά, να ολοκληρωθεί. Μια πλήρης εκκαθάριση των φεουδαρχικών σκουπιδιών από την κοινωνία μπορεί να συλληφθεί μόνο με τον όρο ότι το προλεταριάτο, απελευθερωμένο από την επιρροή των αστικών κομμάτων, μπορεί να πάρει τη θέση-του επικεφαλής της αγροτιάς και να εγκαθιδρύσει την επαναστατική-του διχτατορία.
Για τα επαναστατικά κόμματα στις καθυστερημένες χώρες της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής, μια καθαρή κατανόηση της οργανικής σύνδεσης ανάμεσα στη δημοκρατική επανάσταση και τη διχτατορία του προλεταριάτου –και έτσι της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης– είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου.
7. Ενώ περιγράφει το πώς ο καπιταλισμός σύρει στην τροχιά-του τις καθυστερημένες και βάρβαρες χώρες, το Μανιφέστο δεν περιέχει καμιά αναφορά στην πάλη των αποικιακών και μισοαποικιακών χωρών για ανεξαρτησία.Στο βαθμό που ο Μαρξ και ο Έγκελς θεωρούσαν ότι η κοινωνική επανάσταση «στις κύριες προηγμένες χώρες τουλάχιστον» είναι ζήτημα των επόμενων λίγων χρόνων, το αποικιακό ζήτημα λυνόταν αυτόματα γι’ αυτούς, όχι σαν συνέπεια ενός ανεξάρτητου κινήματος των καταπιεσμένων εθνοτήτων, αλλά σαν συνέπεια της νίκης του προλεταριάτου στα μητροπολιτικά κέντρα του καπιταλισμού.
Έτσι, τα ζητήματα της επαναστατικής στρατηγικής στις αποικιακές και μισοαποικιακές χώρες, δεν θίγονται καθόλου στο Μανιφέστο. Όμως, αυτά τα ζητήματα απαιτούν μια ανεξάρτητη λύση. Για παράδειγμα, είναι τελείως αυταποδειχτο ότι ενώ η «εθνική πατρίδα» έχει γίνει το πιο μεγάλο ιστορικό φρένο στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, παραμένει ακόμα ένας σχετικά προοδευτικός παράγοντας στις καθυστερημένες χώρες, που είναι αναγκασμένες να παλέψουν για μιαν ανεξάρτητη ύπαρξη.
«Οί κομμουνιστές, διακηρύσσει το Μανιφέστο, υποστηρίζουν παντού κάθε επαναστατικό κίνημα ενάντια στην υπάρχουσα κοινωνική και πολιτική τάξη πραγμάτων». Το κίνημα των έγχρωμων φυλών ενάντια στους ιμπεριαλιστές καταπιεστές-τους είναι ένα από τα πιο ισχυρά και σημαντικά κινήματα ενάντια στην υπάρχουσα τάξη και γι’ αυτό απαιτεί την πλήρη και χωρίς όρους και απεριόριστη υποστήριξη από τη μεριά του προλεταριάτου της λευκής φυλής. Το έργο της ανάπτυξης μιας επαναστατικής στρατηγικής για τις καταπιεσμένες εθνότητες ανήκει πρωταρχικά στον Λένιν.
8. Το πιο ξεπερασμένο τμήμα του Μανιφέστου –όχι σε σχέση με τη μέθοδο, αλλά με το υλικό– είναι η κριτική της «σοσιαλιστικής» φιλολογίας του πρώτου μέρους του 19ου αιώνα(Κεφάλαιο III) και ο καθορισμός της θέσης των Κομμουνιστών σε σχέση με τα διάφορα κόμματα της αντιπολίτευσης (Κεφάλαιο IV). Τα κινήματα και τα κόμματα που καταγράφονται στο Μανιφέστο σαρώθηκαν τόσο δραστικά, είτε από την Επανάσταση του 1848 είτε από την αντεπανάσταση που επακολούθησε, που πρέπει κανείς να ψάξει ακόμα και τα ονόματά-τους στο ιστορικό λεξικό.
Όμως, σ’ αυτό το τμήμα, επίσης, το Μανιφέστο είναι ίσως τώρα πιο κοντά σε μας από ότι είταν στην προηγούμενη γενιά. Στην εποχή της άνθησης της Δεύτερης Διεθνούς, όταν ο Μαρξισμός φαινόταν να εξασκεί μια αδιάσπαστη επιρροή, οι ιδέες του προ-μαρξιστικού σοσιαλισμού μπορούσαν να θεωρούνται ότι είχαν υποχωρήσει οριστικά στο παρελθόν.
Τα πράγματα είναι διαφορετικά σήμερα. Η αποσύνθεση της Σοσιαλδημοκρατίας και της Κομμουνιστικής Διεθνούς γεννάει σε κάθε βήμα τερατώδεις ιδεολογικές παλινδρομήσεις. Η γηραλέα σκέψη φαίνεται να έχει γίνει παιδική. Ψάχνοντας για θαυματουργές φόρμουλες, οι προφήτες της εποχής της παρακμής ανακαλύπτουν από την αρχή δόγματα, που εδώ και πολύν καιρό είχαν θαφτεί από τον επιστημονικό σοσιαλισμό.
Όταν θίγεται το ζήτημα των κομμάτων της αντιπολίτευσης, είναι σ’ αυτό το πεδίο που οι δεκαετίες που πέρασαν έχουν φέρει τις πιο βαθιές αλλαγές, όχι μόνο με την έννοια ότι τα παλιά κόμματα έχουν εδώ και πολύν καιρό παραμεριστεί από καινούργια, αλλά επίσης με την έννοια ότι ο ίδιος ο χαραχτήρας των κομμάτων και οι αμοιβαίες-τους σχέσεις έχουν ριζοσπαστικά αλλάξει στις συνθήκες της ιμπεριαλιστικής εποχής.
Γι’ αυτό το Μανιφέστο πρέπει να διορθωθεί με τα πιο σημαντικά ντοκουμέντα των τεσσάρων πρώτων Συνεδρίων της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τη βασική φιλολογία του Μπολσεβικισμού και τις αποφάσεις των Συνεδρίων της Τέταρτης Διεθνούς. Παρατηρήσαμε ήδη παραπάνω ότι, σύμφωνα με τον Μαρξ, καμιά κοινωνική τάξη δεν εγκαταλείπει τη σκηνή χωρίς πρώτα να εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες που κρύβει μέσα-της. Όμως, καμιά ακόμα απαρχαιωμένη κοινωνική τάξη δεν έχει παραχωρήσει τη θέση-της σε μια νέα τάξη χωρίς αντίσταση. Μια αλλαγή των κοινωνικών καθεστώτων προϋποθέτει την πιο τραχεία μορφή ταξικής πάλης, δηλαδή την επανάσταση.
Αν το προλεταριάτο, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, αποδειχτεί ανίκανο να ανατρέψει μ’ ένα τολμηρό χτύπημα την ξεπερασμένη αστική τάξη, τότε το χρηματιστικό κεφάλαιο στην πάλη για να διατηρήσει την ασταθή-του κυριαρχία δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο από το να μεταστρέψει την κατεστραμμένη και εξαχρειωμένη απ’ αυτό μικροαστική τάξη στον στρατό-πογκρόμ του φασισμού.
Ο αστικός εκφυλισμός της Σοσιαλδημοκρατίας και ο φασιστικός εκφυλισμός της μικροαστικής τάξης, είναι αλληλοσυνδεμένα σαν αιτία και αποτέλεσμα.
Στην τωρινή περίοδο, η Τρίτη Διεθνής πολύ περισσότερο αχαλίνωτα απ’ ότι η Δεύτερη, επιτελεί σ’ όλες τις χώρες το έργο της απάτης και της εξαχρείωσης των εργαζομένων. Σφαγιάζοντας την πρωτοπορία του ισπανικού προλεταριάτου, οι ασύδοτοι μισθοφόροι της Μόσχας, όχι μόνο ανοίγουν το δρόμο για το φασισμό αλλά επιτελούν ένα σημαντικό μερίδιο της δουλιάς-του. Η παρατεταμένη κρίση της διεθνούς επανάστασης που μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε κρίση του ανθρώπινου πολιτισμού, ανάγεται, στην ουσία-της, σε κρίση της επαναστατικής ηγεσίας.
Σαν κληρονόμος της μεγάλης παράδοσης, της οποίας το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος αποτελεί τον πιο σημαντικό κρίκο, η Τέταρτη Διεθνής εκπαιδεύει νέα στελέχη για τη λύση παλιών καθηκόντων. Η θεωρία είναι γενικευμένη πραγματικότητα. Σε μια τίμια στάση προς την επαναστατική θεωρία εκφράζεται η παθιασμένη παρόρμηση για την ανοικοδόμηση της κοινωνικής πραγματικότητας.
Ότι στο νότιο μέρος της Μαύρης Ηπείρου οι σύντροφοί-μας ήταν οι πρώτοι που μετάφρασαν το Μανιφέστο στη γλώσσα των Αφρικανών, είναι μια ακόμα εύγλωττη απόδειξη του γεγονότος ότι η μαρξιστική σκέψη ζει σήμερα μόνο κάτω από τη σημαία της Τέταρτης Διεθνούς. Σ’ αυτήν ανήκει το μέλλον. Στον γιορτασμό των 100 χρόνων του Μανιφέστου, η Τέταρτη Διεθνής θα έχει γίνει η αποφασιστική επαναστατική δύναμη πάνω στον πλανήτη-μας.
Κογιοακάν 30 Οχτώβρη 1937
Source: Marxistiki Foni (Greece)