Τα αποτελέσματα των χθεσινών βουλευτικών εκλογών συνιστούν μια «εύθραυστη» πολιτική νίκη για την ελληνική άρχουσα τάξη, την ώρα που η στροφή των εργαζόμενων μαζών προς τον ΣΥΡΙΖΑ με άξονα τις μεγάλες πόλεις, την εργατική τάξη και τις πιο νεαρές και παραγωγικές ηλικίες, λαμβάνει χαρακτηριστικά χιονοστιβάδας.
Η Ν.Δ κατέλαβε την πρώτη θέση με 29,66%, 129 έδρες και 1.825.000 ψήφους περίπου.Κέρδισε περίπου 635.000 ψήφους σε σχέση με τις εκλογές της 6ης Μάη και κάτι λιγότερο από 11% περισσότερο σε ποσοστό. Από τις 52 εκλογικές περιφέρειες η Ν.Δ ήρθε πρώτο κόμμα στις 36, ανάμεσά τους η Α’ Αθήνας, η Α΄ και Β’ Θεσσαλονίκης και η Α’ Πειραιώς. Με βάση τα στοιχεία του κοινού exit poll των τηλεοπτικών σταθμών, η κύρια ηλικιακή κατηγορία των ψηφοφόρων της ΝΔ είναι οι άνω των 55 ετών, όπου η ΝΔ συγκεντρώνει ποσοστό 39%. Στις ηλικίες 18-34 η ΝΔ συγκεντρώνει μόλις 20%, ενώ στις ηλικίες 35-54 συγκεντρώνει 24%.
Η εκλογική άνοδος της ΝΔ οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μεγάλη εκστρατεία φόβου που διεξήγαγαν συνεργαζόμενες όλες οι πολιτικές μερίδες της αστικής τάξης, με την αμέριστη συμπαράσταση των προδοτών του κομμουνιστικού κινήματος, δηλαδή των ηγετών της ΔΗΜΑΡ, με βασικό σύνθημα «ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ = επιστροφή στη δραχμή και οικονομική καταστροφή». Αυτή η βρώμικη εκστρατεία βρήκε απήχηση σ’ εκείνα τα παραδοσιακά συντηρητικότερα στρώματα της ελληνική κοινωνίας, που η οικονομική τους κατάσταση και θέση τα προδιαθέτει να φοβούνται τις «περιπέτειες» και τις «αβεβαιότητες» που δημιουργεί η πρωτόγνωρη εμπειρία μιας κυβέρνησης που προέρχεται από το κομμουνιστικό κίνημα. Εκτός φυσικά από τους καπιταλιστές και τους κατόχους μεγάλων εισοδημάτων και περιουσιών, αυτά τα στρώματα είναι από τη μία πλευρά όσοι ακόμα απολαμβάνουν «μεσαία» εισοδήματα, έχουν ακόμα αξιόλογες αποταμιεύσεις από το παρελθόν, κατέχουν περιουσιακά στοιχεία και γενικότερα, σχετικά προσοδοφόρες μικρές ιδιοκτησίες, αλλά και από την άλλη πλευρά όσοι εξαρτούν την επιβίωσή τους άμεσα από τα κρατικά έσοδα, δηλαδή οι συνταξιούχοι και οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Αυτή την τελευταία κατηγορία, όπως δείχνει καθαρά το εκλογικό αποτέλεσμα, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε να την πείσει ότι η κατάργηση του Μνημονίου και γενικότερα το πρόγραμμά του μπορεί να διασφαλίσει άμεσα τα σημερινά της εισοδήματα.
Ένας παράγοντας που ευνόησε ιδιαίτερα τη ΝΔ ήταν η αναπάντεχα υψηλή αποχή σε ποσοστό 37,5 %, δηλαδή κατά 2,5% περισσότερη από την 6η Μαΐου. Είναι γεγονός ότι η μεγάλη οικονομική δυσπραγία αποτέλεσε για άλλη μια φορά εμπόδιο για τη μετακίνηση των ετεροδημοτών ψηφοφόρων, ιδιαίτερα από τα αστικά κέντρα στην επαρχία και τα χωριά. Όμως ένα τόσο υψηλό ποσοστό αποχής σε μια τόσο κρίσιμη και πολωτική εκλογική αναμέτρηση δεν μπορεί παρά να αντανακλά και μια μειοψηφική αλλά υπαρκτή, τάση πολιτικής απάθειας, κύρια σε τμήματα της νεολαίας, που σε σημαντικό βαθμό εκφράζει δυσπιστία για την εναλλακτική προγραμματική κυβερνητική απάντηση που πρόβαλλε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ παρ’ όλα αυτά, αποτελεί αντικειμενικά έναν μεγάλο νικητή αυτής της εκλογικής αναμέτρησης. Κατέλαβε τη δεύτερη θέση με 26,9%, 71 έδρες και περίπου 1.655.000 ψήφους. Κέρδισε μέσα σε ένα μήνα σχεδόν 10% και περίπου 600.000 ψήφους, εκφράζοντας τη γοργότερα αναπτυσσόμενο κοινωνικό ρεύμα στ’ Αριστερά που έχει συντελεστεί, όχι μόνο στην σύγχρονη ελληνική πολιτική Ιστορία, αλλά πιθανότατα και στην σύγχρονη πολιτική ιστορία του καπιταλιστικού κόσμου συνολικά. Το σημαντικότερο στοιχείο όμως, είναι ότι η στροφή αυτή έχει «κορμό» τα πιο προοδευτικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας: την εργατική τάξη συμπεριλαμβανομένων και των πλειοψηφικών τμημάτων των άνεργων, τη νεολαία και γενικότερα, το μεγαλύτερο τμήμα των ψηφοφόρων των μεγάλων αστικών κέντρων και των παραγωγικών ηλικιών.
Σύμφωνα με το κοινό exit poll των τηλεοπτικών καναλιών, στην ηλικιακή ομάδα 18-34 ετών ο ΣΥΡΙΖΑ συγκεντρώνει το 33% των προτιμήσεων, ενώ στην ηλικιακή ομάδα 35-54 ετών συγκεντρώνει το 34%. Τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στις μεγάλες εργατικές-λαϊκές περιφέρειες και τους Δήμους των μεγάλων πόλεων μιλούν επίσης από μόνα τους. Συνολικά στο νομό Αττικής (Αθήνα - Πειραιάς - Υπόλοιπο) ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε πρώτος με περίπου 600.000 ψήφους από 406.667 τον Μάιο κι έτσι ο χάρτης της καρδιάς της οικονομικής και πολιτικής ζωής της χώρας βάφτηκε κόκκινος.
Ειδικότερα στη μεγαλύτερη εκλογική περιφέρεια της Ελλάδας, στη Β’ Αθήνας, ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε πρώτος φθάνοντας από το 21,82 % στο 31,43% και από τις 223.416 ψήφους στις περίπου 314.000. Ενδεικτικά, στο Δήμο Νέας Ιωνίας από το 24,62% πήγε στο 36,65% και στον Δήμο Περιστερίου από 24,9% στο 37,71%. Στη Β’ Πειραιά ήρθε πάλι πρώτος με 36,30% από 23,85% και με 63.285 από 43.122 ψήφους που είχε λάβει τον Μάιο. Ενδεικτικά στον Δήμο Περάματος πήγε από το 22,3% στο 35,79% και στον Δήμο Κερατσινίου - Δραπετσώνας από το 24, 41% στο 37,23%.
Στη Θεσσαλονίκη (Α’ και Β’ περιφέρεια) ο ΣΥΡΙΖΑ αύξησε τα ποσοστά του και τις ψήφους του εντυπωσιακά. Στη μεν Α’ περιφέρεια έχασε την πρωτιά για 1% από τη ΝΔ (πήγε από 17,46% στο 29,95), ενώ στη Β’ περιφέρεια πήγε από το 14,42% στο 24,40%. Επίσης στο μεγάλο Δήμο της Πάτρας ο ΣΥΡΙΖΑ από 25,42 έφθασε στο εντυπωσιακό 35,86%.
Όλα αυτά τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν την εκτίμηση που κάναμε αμέσως μετά τις εκλογές της 6ης Μάιου ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μετατραπεί στον αδιαφιλονίκητο πολιτικό εκφραστή των πλατιών μαζών της εργατικής τάξης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το νέο μαζικό εργατικό κόμμα της χώρας. Η μεγάλη δυναμική του δεν μπορεί να ανακοπεί, παρά μόνο από παλιά ή νέα λάθη της ηγεσίας του, η οποία όμως αναμφίβολα – και οι μαρξιστές είμαστε οι τελευταίοι που θα το αμφισβητήσουμε αυτό – έχει συμβάλει θετικά με τη γενική της στάση έως σήμερα στην ανάπτυξη της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία.
Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήρθε πρώτος;
Γιατί όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατέλαβε την πρώτη θέση, διαψεύδοντας τις μεγάλες ελπίδες εκατομμυρίων εργαζόμενων; Οι αιτίες είναι ένας συνδυασμός αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων.
Ο αντικειμενικός πολιτικός συσχετισμός δύναμης, από την πρώτη στιγμή ήταν συντριπτικός σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ. Η ΝΔ με όλα τα υπόλοιπα δεξιά κόμματα μαζί της, οι ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, το σύνολο των ελληνικών ΜΜΕ με τη συνηγορία των δημόσιων εκφραστών της τρόικας και των μεγάλων διεθνών ΜΜΕ συγκρότησαν από κοινού ένα πανίσχυρο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μπλοκ πολιτικής τρομοκρατίας, με στόχο τα μικροαστικά και πιο καθυστερημένα πολιτικά, στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Από την πλευρά της η ηγεσία του ΚΚΕ – που άλλωστε τιμωρήθηκε γι’ αυτό σκληρά από την εργατική τάξη – έπαιξε το δικό της ολέθριο ρόλο, επιτιθέμενη καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο με έναν σεχταριστικό και μυωπικό τρόπο στον ΣΥΡΙΖΑ. Απορρίπτοντας χωρίς καν να θέτει συγκεκριμένους προγραμματικούς όρους κάθε κυβερνητική συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, αποδυνάμωσε την προοπτική για μια Κυβέρνηση της Αριστεράς, κάνοντάς την μια λιγότερο εφικτή πολιτική διέξοδο στα μάτια των μικροαστών. Αν η ηγεσία του ΚΚΕ είχε συνεργαστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ στη βάση ενιαίας προγραμματικής συμφωνίας και ενιαίων ψηφοδελτίων - όπως επιχείρησαν να κάνουν μεταξύ τους τα αστικά κόμματα - τώρα δεν θα ορκιζόταν η «Μνημονιακή» κυβέρνηση Σαμαρά, αλλά μια αριστερή, κομμουνιστική κυβέρνηση! Αυτό το πολιτικό έγκλημα οι εργαζόμενοι δεν πρόκειται να το συγχωρέσουν ποτέ στην ηγεσία του ΚΚΕ.
Επίσης, έχει σίγουρα μια πραγματική βάση το να επικαλούμαστε σαν αιτία για την μη άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, τόσο τη συντηρητική προδιάθεση και το φόβο των υπό ξεπεσμό «νοικοκυραίων» και των ηλικιωμένων - ιδιαίτερα στην επαρχία - έναντι της «αποσταθεροποιητικής» προοπτικής μιας σύγκρουσης με την τρόικα και τα Μνημόνιά της, όσο και την ύπαρξη μια ριζωμένης ποσότητας πολιτικής απάθειας σ’ ένα στρώμα, κύρια νεαρότερων ψηφοφόρων.
Όμως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε και μπορούσε απέναντι σε όλα αυτά να έχει βρει το κατάλληλο πολιτικό αντίδοτο.
Στη βρώμικη εκστρατεία αστών πολιτικών, τρόικας και ΜΜΕ θα έπρεπε να έχει απαντήσει άμεσα, όπως είχαμε από την πρώτη στιγμή τονίσει, με μια σοβαρή προσπάθεια κινητοποίησης των μελών του ΣΥΡΙΖΑ στου εργατικούς χώρους, στις γειτονιές των πόλεων και τα χωριά, με στόχο την οργάνωση χιλιάδων νέων αγωνιστών μέσα σ’ αυτή τη μάχη.
Αντί γι’ αυτό το ζωτικό καθήκον, ο προεκλογικός αγώνας περιορίστηκε σε κακά οργανωμένες τοπικές συγκεντρώσεις – ομιλίες που βαφτίστηκαν λανθασμένα «λαϊκές συνελεύσεις» και δεν δυνάμωσαν ουσιαστικά την εκλογική δουλειά, με αποτέλεσμα αυτή να διεξαχθεί από τα λιγοστά και κουρασμένα παλιά μέλη και υποστηρικτές, με έναν ρουτινιάρικο και πρόχειρο τρόπο. Όλα τα «προβεβλημένα στελέχη» έριξαν το βάρος στη συμμετοχή τους στα τηλεοπτικά πάνελ και όχι στο καθήκον να «κατέβουν» στη βάση και να οργανώσουν με πιο μαζικούς όρους τον προεκλογικό αγώνα στις γειτονιές. Ο ΣΥΡΙΖΑ έμοιαζε έτσι από οργανωτική σκοπιά, ένας πολύ αδύναμος εκλογικός μηχανισμός, που δεν μπορούσε στοιχειωδώς να κινητοποιήσει τις χιλιάδες αγωνιστών που τον προσέγγιζαν τις τελευταίες βδομάδες. Αυτούς τους αγωνιστές ο μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ τους αντιμετώπισε απλά σαν ψηφοφόρους και δεν δοκίμασε τολμηρά και αποφασιστικά να τους οργανώσει για να δώσουν παντού ενεργά οι ίδιοι την εκλογική μάχη.
Όμως το βασικό πρόβλημα δεν ήταν οργανωτικό, αλλά πολιτικό. Το πρόγραμμα που παρουσίασε η ηγεσία – χωρίς καμία ουσιαστική συζήτηση στη βάση – έδωσε ελπίδες στους εργαζόμενους, όμως δεν ήταν αυτό που απαιτούταν για να τους ενθουσιάσει και να τους δώσει μια ριζική διέξοδο στα προβλήματά τους, και ταυτόχρονα, να δώσει μια συγκεκριμένη, πραγματική πολιτική απάντηση στους φόβους και τις αγωνίες χιλιάδων μικροαστών, συνταξιούχων, αλλά και των ανέργων νέων.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν έπεισε την πλειοψηφία του λαού ότι το πρόγραμμα ακύρωσης των Μνημονίων και της λιτότητας, μπορεί να εφαρμοστεί «ειρηνικά και με ασφάλεια» μέσα στο ευρώ και την ΕΕ. Το επιχείρημα ότι οι απειλές για την έξωση από το ευρώ είναι σε τελική ανάλυση «μπλόφες», δεν έπεισε ένα πολύ μεγάλο τμήμα του λαού. Μπροστά στον πραγματικό κίνδυνο κήρυξης γενικευμένου οικονομικού πολέμου από το διεθνές και ντόπιο κεφάλαιο ενάντια σε μια μελλοντική Κυβέρνηση της Αριστεράς, αντί η ηγεσία να απαντήσει με ένα ολοκληρωμένο και δημόσια εκφρασμένο προγραμματικό σχέδιο, έσπευδε να καθησυχάσει και να διαβεβαιώσει τους εργαζόμενους απλά ότι «δεν θα τολμήσουν». Ακόμα χειρότερα, όταν πιέστηκε να λάβει θέση πάνω στο συγκεκριμένο θέμα, μίλησε για σχέδια «που δεν είναι ανακοινώσιμα!» (Συνέντευξη Τύπου του σ. Αλέξη Τσίπρα, 12/6). Η εχθρική αστική εκστρατεία που στηρίζεται στον φόβο, δεν μπορεί ποτέ να αντιμετωπιστεί με θολές και αφηρημένες θέσεις που αφήνουν χώρο για να αναπτύσσεται ακόμα περισσότερος φόβος.
Αντί γι’ αυτή τη στάση, η ηγεσία, όπως υπομονετικά τονίζουμε εδώ και καιρό, θα έπρεπε να προβάλει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα που θα στοχεύει στην γρηγορότερη δυνατή συγκέντρωση των βασικών μοχλών της οικονομίας στα χέρια του κράτους και διαμέσου του εργατικού ελέγχου και του κεντρικού δημοκρατικού σχεδιασμού, στα χέρια της ίδιας της εργαζόμενης κοινωνίας. Γιατί η αλήθεια είναι, ότι χωρίς την εγκαθίδρυση μιας κοινωνικοποιημένης, δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας, η επιβίωση του λαού και η πληρωμή μισθών και συντάξεων - παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα των συντρόφων της ηγεσίας - δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένη.
Επίσης, καθόλου εξασφαλισμένη δεν αισθάνθηκαν την υπόθεση της καταπολέμησης της ανεργίας οι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι νέοι, από τις προγραμματικές θέσεις της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Αντί για την αύξηση του επιδόματος ανεργίας κατά 100 ευρώ και την χορήγησή του ένα χρόνο παραπάνω, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ – όπως έγκαιρα είχαμε τονίσει – θα έπρεπε να κάνει «σημαία» του προεκλογικού αγώνα, μια παλιά, πάγια διεκδίκηση του εργατικού κινήματος, δηλαδή τη μείωση των ωρών εργασίας χωρίς μείωση των αποδοχών, έτσι ώστε οι άνεργοι να αποκτήσουν μια βάσιμη προσδοκία ότι μπορεί η κυβέρνηση της Αριστεράς να τους εξασφαλίσει άμεσα μια θέση εργασίας. Με την υπεράσπιση αυτής της διεκδίκησης, ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποκάλυπτε στα μάτια των ανέργων πόσο αντιδραστικό είναι το σύστημα της καπιταλιστικής αναρχίας που τους καταδικάζει στη χρόνια εξαθλίωση και θα τους βοηθούσε να καταλάβουν ότι η μόνη ρεαλιστική προοπτική για να ζήσουν με αξιοπρέπεια είναι η εγκαθίδρυση μιας κοινωνικοποιημένης, δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας.
Συμπερασματικά λοιπόν, κατά την άποψή μας ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να κερδίσει τις εκλογές αν η ηγεσία τον εξόπλιζε με το κατάλληλο πρόγραμμα δράσης για την διεξαγωγή του εκλογικού αγώνα και πάνω από όλα, με το κατάλληλο πολιτικό πρόγραμμα.
Όμως όλα αυτά που καταφέραμε ως τώρα δεν είναι καθόλου αμελητέα! Για πρώτη φορά μετά το 24,2% της ΕΔΑ του 1958, ένα κόμμα του κομμουνιστικού κινήματος παίρνει σε εκλογές ένα τόσο υψηλό ποσοστό, σπάζοντας ένα ιστορικό φράγμα και φανερώνοντας ότι οι ιδέες του γνήσιου σοσιαλισμού μπορούν σήμερα να γίνουν πλειοψηφία στην κοινωνία.
Μέσα σε λίγες βδομάδες, η άρχουσα τάξη απέκτησε ξανά έναν ισχυρό πολιτικό αντίπαλο και οι εργαζόμενοι απέκτησαν το πιο ισχυρό πολιτικό όπλο για να αλλάξουν την κοινωνία. Αυτό το αληθινά μεγάλο βήμα μπροστά, δεν πρέπει να πνίγεται μέσα σε λόγια και αισθήματα απογοήτευσης για τη δεύτερη θέση. Πάνω σε αυτό πρέπει να στηρίξουμε τον αγώνα μας και να προετοιμαστούμε για την εξουσία. Δεν υπάρχει χώρος και χρόνος για «δάκρυα» και αφορισμούς, ιδιαίτερα εναντίον των τμημάτων του εργαζόμενου λαού που δεν μας ψήφισαν. Πρέπει να δούμε ξεκάθαρα τα πολιτικά λάθη και να τα διορθώσουμε. Πρέπει από αύριο κιόλας, να αφοσιωθούμε στον αγώνα για την οικοδόμηση ενός μαζικού, επαναστατικού ΣΥΡΙΖΑ, πολύτιμου εργαλείου στα χέρια των μαζών για τη σοσιαλιστική αλλαγή της κοινωνίας!
Τα αποτελέσματα των άλλων κομμάτων
Η ματαίωση της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ συντελέστηκε φυσιολογικά, από τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ κράτησαν τα ποσοστά τους. Όμως αυτό το γεγονός καθόλου δεν οφείλεται στις «ηγετικές ικανότητες» του Βενιζέλου και του Κουβέλη, όπως προσπαθούν να μας πείσουν τα αστικά ΜΜΕ αυτές τις ώρες. Εδώ εκφράστηκε σε όλη της την έκταση η πολιτική αδυναμία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να πείσει πολιτικά τους εργαζόμενους και τους μικροαστούς στην κατάλληλη έκταση, έτσι ώστε να εκλεγεί στην κυβέρνηση. Αν η ηγεσία είχε ένα καλά επεξεργασμένο, ξεκάθαρο και σαφές σοσιαλιστικό πρόγραμμα, τότε φυσιολογικά το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ θα είχαν ήδη καταρρεύσει, το πρώτο σε μονοψήφια ποσοστά και η δεύτερη σε ποσοστά που θα την άφηναν ακόμα και εκτός Κοινοβουλίου.
Το ΠΑΣΟΚ συγκριτικά με τον Μάη έλαβε 33 έδρες από 41, 12,28% από 13,18% και 755.832 ψήφους από 833.527. Παρέμεινε όμως σε απελπιστικά χαμηλά μονοψήφια ποσοστά σε όλη την Αττική 7-8% (Αθήνα, Πειραιάς, «Υπόλοιπο»), έλαβε κάτω από το εθνικό του ποσοστό στη Θεσσαλονίκη και στην Πάτρα, και συνέχισε την πτωτική του τάση πιο ήπια στις άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας, αποδεικνύοντας ότι έχει τελειώσει οριστικά σαν το βασικό κόμμα των εργατικών μαζών στη χώρα.
Η ΔΗΜΑΡ συγκριτικά με τον Μάη έλαβε 17 από 19 έδρες , 6,26% από 6,11% και 385.079 ψήφους από 386.273. Έτσι, η άρχουσα τάξη είδε με ανακούφιση αυτό το πολύτιμο αριστερό «φύλο συκής» μιας νέας αστικής κυβέρνησης που θα επιβάλει λιτότητα και αντεργατικά μέτρα στο λαό, να λαμβάνει αξιοσημείωτα ποσοστά. Τόσο η ΔΗΜΑΡ, όσο και το ΠΑΣΟΚ, συμμετέχοντας ή υποστηρίζοντας πρόθυμα το νέο κυβερνητικό σχήμα της τρόικας και των αστών, αναπόφευκτα θα οδηγηθούν στην απαξίωση από την εκλογική τους βάση. Όμως με ένα διαφορετικό πρόγραμμα από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό θα είχε ήδη επιτευχθεί, χωρίς να χρειαστεί η επώδυνη για τους εργαζόμενους εμπειρία μιας νέας συγκυβέρνησης στα πρότυπα εκείνης του Παπαδήμου, με πρωθυπουργό πλέον τον Σαμαρά.
Οι ΑΝΕΛ έδειξαν σημάδια σοβαρής υποχώρησης των ποσοστών τους επιβεβαιώνοντας ότι πρόκειται για ένα δημαγωγικό αστικό κόμμα «ευκαιρίας», που επιχείρησε να κερδοσκοπήσει πολιτικά πάνω στην μαζική «αντι-Μνημονιακή» διάθεση του λαού. Έλαβαν συγκριτικά με τον Μάη 20 από 31 έδρες, 7,51% από 10,61% και 462.456 από 670.957 ψήφους. Είναι βέβαιο ότι τώρα η πίεση της άρχουσας τάξης πάνω στους ασταθείς καριερίστες αστούς βουλευτές του Π. Καμένου θα ενταθεί για να υποστηρίξουν μια κυβέρνηση υπό τον Σαμαρά και να επιστρέψουν πίσω στη ΝΔ. Αυτή η πίεση θα αποκαλύψει, όπως συνέβη και στην περίπτωση του ίδιου του Σαμαρά, ότι κανέναν αστικό κόμμα δεν μπορεί να αποτελέσει μια συνεπή και ειλικρινή δύναμη εναντίωσης στα Μνημόνια και την άγρια λιτότητα.
Ιδιαίτερη αντοχή επέδειξαν δυστυχώς, τα ποσοστά των νεοναζί της «Χρυσής Αυγής». Η ΧΑ συγκριτικά με τον Μάη έλαβε 18 από 21 έδρες, 6,92% από 6,97% και 425.000 από 441.000 ψήφους. Παρά την πλήρη, δημόσια αποκάλυψη του αληθινού προσώπου της ΧΑ με τον πρόσφατο τηλεοπτικό ξυλοδαρμό της σ. Λιάνας Κανέλλη από τον διαβόητο Κασιδιάρη, το παρακρατικό μόρφωμα διατήρησε τα ποσοστά του. Η αναπότρεπτη πια κατάρρευση της ακροδεξιάς του ΛΑΟΣ και η πολιτική απελπισία των πιο καθυστερημένων πολιτικά και εξαχρειωμένων από την καπιταλιστική κρίση τμημάτων των κατεστραμμένων μικροαστών, έχουν δώσει χώρο για μια σταθερή πολιτική απήχηση στους Έλληνες νεοναζί. Η αποκάλυψη της προχωρημένης διαφθοράς του αστικού κοινοβουλευτισμού και η δημιουργία γκέτο εξαθλιωμένων μεταναστών στην Αθήνα και τις άλλες μεγάλες πόλεις, έχει δώσει στη ΧΑ την ευκαιρία να καρπωθεί εκλογικά οφέλη από μια ακατέργαστη αντικοινοβουλευτική διάθεση των μικροαστών και «λουμπενοποιημένων» ανέργων, κύρια νεότερων ηλικιών, που δεν έχουν βιώματα ή παραστάσεις από τη Χούντα και πολύ περισσότερο βέβαια, από τη ναζιστική Κατοχή. Ωστόσο, για την ώρα, δεν υπάρχει ένα ισχυρό ρεύμα εξουσίας προς την Άκρα δεξιά και το φασισμό. Το αδιαφιλονίκητα ισχυρότερο κοινωνικό ρεύμα είναι προς την κατεύθυνση της Αριστεράς και ειδικά του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι δεκάδες επιθέσεις ενάντια σε αριστερούς αγωνιστές κατά την προεκλογική περίοδο, τονίζουν την ανάγκη για ένα ενιαίο μαχητικό μέτωπο της Αριστεράς και των συνδικάτων ενάντια στην δράση των ναζιστών. Μόνο αυτό μπορεί να βάλει φρένο στην αυξανόμενη τρομοκρατία της ΧΑ. Η ΧΑ είναι βέβαιο ότι θα αποθρασυνθεί μετά από την εκλογική της επιτυχία και θα κλιμακώσει τα αντι-μεταναστευτικά πογκρόμ και τις επιθέσεις σε αγωνιστές. Φιλο-φασιστικοί πυρήνες μέσα στο κράτος θα της δώσουν ακόμα μεγαλύτερη κάλυψη. Σε τελική ανάλυση μόνο ο αγώνας για την συντομότερη δυνατή άνοδο στην εξουσία μιας Κυβέρνησης στης Αριστεράς, που θα διαλύσει τους καταπιεστικούς και αντιδραστικούς μηχανισμούς του σημερινού κράτους και θα λύσει με ένα επαναστατικό πρόγραμμα τα προβλήματα των ανέργων και των μικροαστών, είναι η λύση που μπορεί να συρρικνώσει αποφασιστικά την κοινωνική απήχησή της Χ.Α και να δώσει το απαραίτητο πολιτικό πλαίσιο για το πέρασμά της εκτός νόμου, μαζί με κάθε άλλο φασιστικό μόρφωμα.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
Source: Marxistiki Foni (Greece)