Στο παρόν άρθρο προσφέρουμε μία σύντομη ιστορική σκιαγράφηση της εξέλιξης του καθεστώτος Καντάφι από τον αστικό αραβικό εθνικισμό των πρώτων ημερών στην περίοδο του λεγόμενου ισλαμικού σοσιαλισμού, μέχρι το πρόσφατο άνοιγμα στις ξένες επενδύσεις με μείζονες παραχωρήσεις στις πολυεθνικές επιχειρήσεις και την απαρχή των εκτεταμένων ιδιωτικοποιήσεων.
Ο Καντάφι ανήλθε στην εξουσία το 1969 με ένα πραξικόπημα νεαρών αξιωματικών, το οποίο ήταν εμφανώς επηρεασμένο από τον παναραβισμό της Αιγύπτου του Νάσερ. Υπό το προηγούμενο καθεστώς του βασιλιά Ίντρις η Λιβύη βρισκόταν εξ ολοκλήρου κάτω από το ζυγό του ιμπεριαλισμού. Ο Καντάφι συνδέθηκε με το κίνημα των Ελευθέρων Αξιωματικών, μια ομάδα χαμηλόβαθμων αξιωματικών του λιβυκού στρατού, που τους ένωναν τα αισθήματα οργής και ταπείνωσης εξαιτίας της ήττας που υπέστησαν οι ενωμένες αραβικές δυνάμεις από το Ισραήλ στον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967. Ο στόχος του ήταν να εκσυγχρονίσει τη Λιβύη και να αναπτύξει την εθνική της οικονομία. Εντούτοις, καθώς επιχείρησε να το επιτύχει εντός του καπιταλιστικού πλαισίου ήρθε σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των καπιταλιστών, απαλλοτριώνοντας για παράδειγμα την ιδιοκτησία των Ιταλών πρώην αποικιοκρατών ή με την εθνικοποίηση το 1971 της «British Petroleum». Στην ίδια κατεύθυνση επίσης, εκδίωξε τις αμερικανικές βάσεις από το έδαφος της Λιβύης.
Τα αντίποινα από την πλευρά της βρετανικής κυβέρνησης εξώθησαν τον Καντάφι να ζητήσει την οικονομική ενίσχυση της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό συνέβη το 1972 όταν οι Σοβιετικοί προχώρησαν σε οικονομική συμφωνία με τη Λιβύη, ώστε να βοηθηθεί στην ανάπτυξη της πετρελαϊκής της βιομηχανίας.
Την ίδια περίοδο ωστόσο, ο Καντάφι εξέφρασε ανοιχτά τον αντικομμουνισμό του. Το 1971 διέταξε την επιστροφή ενός αεροσκάφους που μετέφερε Σουδανούς κομμουνιστές πίσω στο Σουδάν, όπου εκτελέστηκαν από τον δικτάτορα Νιμέιρι. Το 1973 το καθεστώς δημοσίευσε ένα επίσημο κείμενο για τον εορτασμό της τέταρτης επετείου από την άνοδο του Καντάφι στην εξουσία, με τον τίτλο «Ιερός πόλεμος κατά του κομμουνισμού», στο οποίο μπορούσε κανείς να διαβάσει ότι «η μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα σήμερα είναι η κομμουνιστική θεωρία».
Έτσι η διοίκηση Νίξον, παρά το γεγονός ότι ο Καντάφι είχε απομακρύνει τις αμερικανικές βάσεις, διέκειτο ευνοϊκά απέναντί του σε σχέση με τα άλλα αραβικά καθεστώτα εξαιτίας του διακηρυγμένου αντικομμουνισμού του. Τις ίδιες αρχές ακολούθησε ο Καντάφι και στο διεθνή στίβο. Εν πρώτοις δεν είδε με καλό μάτι τη στενή σχέση της Αιγύπτου με τη Σοβιετική Ένωση. Στην Υεμένη τάχθηκε υπέρ της ένωσης Βορρά-Νότου, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι ο Νότος θα εγκατέλειπε τη φιλοσοβιετική στάση του. Στον Πόλεμο του 1971 υποστήριξε το Πακιστάν έναντι της Ινδίας, στη βάση του ότι η τελευταία ήταν σύμμαχος των Σοβιετικών.
Η διεθνής ύφεση του 1974 ήταν αυτή που έφερε μια δραματική αλλαγή στην πολιτική του Καντάφι με σημαντικό αντίκτυπο στο εσωτερικό της χώρας, που οδήγησε σε αυξανόμενη κοινωνική αναταραχή. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να προκληθεί ρήγμα εντός του καθεστώτος με μία πτέρυγά του να υποστηρίζει τα αδύναμα καπιταλιστικά στοιχεία που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται, ενώ ο ίδιος ο Καντάφι επέλεξε να κινηθεί ενάντια σε αυτές τις τάσεις.
Η ανικανότητα της αναδυόμενης αστικής τάξης να προωθήσει την ανάπτυξη της Λιβύης, εξανάγκασε τον Καντάφι να εγκαταλείψει τις προηγούμενες προσπάθειές του να στηριχθεί στον εγχώριο καπιταλισμό και τον έκανε να στραφεί σε ένα οικονομικό μοντέλο, στο οποίο η πλειονότητα των επιχειρήσεων βρίσκονταν υπό κρατικό έλεγχο.
Εξαιτίας αυτού, μια μερίδα αξιωματικών που είχαν μετάσχει στο πραξικόπημα του 1969 εναντίον της μοναρχίας, το οποίο επέτρεψε στον Καντάφι να ανέλθει στην εξουσία, αποσκίρτησαν και οργάνωσαν το 1975 ένα κίνημα εναντίον του με σκοπό να αποτρέψουν το πρόγραμμα των εθνικοποιήσεων που είχε εισαγάγει. Σήμερα, ορισμένοι από αυτούς, πρωταγωνιστούν στην απόπειρα ανατροπής του Λίβυου δικτάτορα, όπως ο Ομάρ Μοχτάρ Ελ Χαρίρι ο νεοδιορισθείς υπουργός επί των Στρατιωτικών στην Προσωρινή Κυβέρνηση, η οποία έχει συγκροτηθεί από μέλη της αντιπολίτευσης.
Ο Καντάφι κατέστειλε επιτυχώς το εναντίον του πραξικόπημα του 1975 και στη συνέχεια προχώρησε στην εφαρμογή του προγράμματός του. Το αποτέλεσμα ήταν να κρατικοποιήσει όλους σχεδόν τους τομείς της οικονομίας στηριζόμενος εν πολλοίς στη Σοβιετική Ένωση. Μέχρι το 1979 ο ιδιωτικός τομέας είχε εξ ολοκλήρου εξαλειφθεί.
Στην προσπάθειά του να επενδύσει ιδεολογικά τη δράση του έγραψε το πρώτο μέρος του περίφημου Πράσινου Βιβλίου το 1975 και το 1977 άλλαξε την επίσημη ονομασία της χώρας σε Μεγάλη Σοσιαλιστική Λαϊκή Λιβυκή Αραβική Τζαμαχιρίγια (η Τζαμαχιρίγια σημαίνει «το κράτος των μαζών»). Στο βιβλίο του εκθέτει τη δική του εκδοχή για το «σοσιαλισμό» με ισλαμικές προσμείξεις, που αντί να βλέπει στην ταξική πάλη την κινητήρια δύναμη για την πρόοδο της κοινωνίας, την αντιμετωπίζει σαν μια επικίνδυνη απόκλιση από την ομαλότητα. Στην πραγματικότητα το βιβλίο του ήταν απλώς ένα προκάλυμμα για ένα καθεστώς που δεν αναγνώριζε το δικαίωμα της απεργίας ή της οποιασδήποτε συνδικαλιστικής δράσης στους εργάτες, ενώ ισχυριζόταν ότι οικοδομούσε ένα είδος υποτιθέμενου σοσιαλισμού, πράγμα που φυσικά δεν είχε ψήγμα αλήθειας.
Ήταν σε αυτή την περίοδο που μερικές ομάδες της Αριστεράς μετατράπηκαν σε φανατικούς οπαδούς του Καντάφι, προσφέροντας άκριτη υποστήριξη στο καθεστώς του. Μια τέτοια στάση παραγνώριζε μερικές «ασήμαντες» λεπτομέρειες. Το 1969 για παράδειγμα καταργήθηκαν τα συνδικάτα και λίγα χρόνια αργότερα απαγορεύτηκαν οι απεργίες. Οι ανεξάρτητες εργατικές οργανώσεις αντικαταστάθηκαν αυτομάτως από οιονεί συνδικάτα, ελεγχόμενα πλήρως από το κράτος. Έτσι εγκαθιδρύθηκε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του ίδιου του δικτάτορα.
Παρά τη στυγνή καταπίεση, τα πλούσια πετρελαϊκά αποθέματα σε συνδυασμό με ένα εκτεταμένο δημόσιο τομέα, επέτρεψαν τη δημιουργία ενός γερού κράτους πρόνοιας. Μέσω αυτού, ο Καντάφι στάθηκε ικανός να χτίσει μια διόλου ευκαταφρόνητη βάση υποστήριξης μέσα στις τάξεις του πληθυσμού. Μέρος αυτής της υποστήριξης διατηρείται μέχρι και σήμερα, όπως μπορεί να δει κανείς στην Τρίπολη, καθώς και σε άλλες περιοχές της χώρας.
Μια μερίδα του πληθυσμού, κυρίως μεταξύ της παλαιότερης γενιάς, θυμάται πώς ήταν τα πράγματα όταν κυριαρχούσε ο βασιλιάς Ίντρις, όπως και την ανάπτυξη που επιτεύχθηκε στα κατοπινά χρόνια υπό τον Καντάφι.
Από τότε όμως, πολλές σημαντικές αλλαγές έχουν συντελεστεί σε παγκόσμια κλίμακα, οι οποίες έχουν επηρεάσει βαθιά τη Λιβύη. Κομβικής σημασίας αποδείχτηκε η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και των ανατολικοευρωπαϊκών κρατών-δορυφόρων της, που σήμανε την απαρχή της επιστροφής τους στον καπιταλισμό. Αυτά τα γεγονότα επέδρασαν καταλυτικά στην κατεύθυνση που ακολούθησε η Κίνα προς τον καπιταλισμό. Πώς θα μπορούσε μια μικρή χώρα σαν τη Λιβύη να ξεφύγει από μια τέτοια διαδικασία;
Ήταν το 1993 που σημειώθηκαν από την πλευρά του καθεστώτος τα πρώτα δειλά βήματα προς την κατεύθυνση της φιλελευθεροποίησης ή της «ινφιτάχ», όπως αποκλήθηκε. Το διάταγμα αρ. 491 επέτρεψε τις ιδιωτικοποιήσεις στον κλάδο του χονδρικού εμπορίου. Κατά τη διάρκεια της ίδιας χρονιάς και την επόμενη παραχωρήθηκαν νομικές εγγυήσεις που επέτρεψαν τις επενδύσεις ξένων κεφαλαίων, καθώς και τη μετατρεψιμότητα του λιβυκού δηναρίου.
Ωστόσο, είναι αλήθεια πως ενώ η πρόθεση αυτών των ρυθμίσεων ήταν να ευνοήσουν τις ιδιωτικοποιήσεις, στην πράξη δεν πήραν ένα μαζικό χαρακτήρα. Οι κύριοι διαχειριστές της εθνικοποιημένης οικονομίας, δηλαδή τα μεσαία και ανώτερα διευθυντικά στελέχη, η κάστα των αξιωματικών, οι τεχνοκράτες επικεφαλής της πετρελαϊκής βιομηχανίας και γενικά η κρατική γραφειοκρατεία, δεν επιθυμούσαν την αλλαγή του status quo.
Η σχετική ανεξαρτησία που απολάμβανε η Λιβύη όσο υπήρχε η Σοβιετική Ένωση καθόρισε και τη σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό, που είχε ως αποτέλεσμα να θέσει τη Λιβύη στην κατηγορία των κρατών-κακοποιών μαζί με άλλα καθεστώτα, όπως των Αγιατολάχ στο Ιράν και του Μιλόσεβιτς στη Σερβία. Το 1986 ο Ρίγκαν διέταξε τον αεροπορικό βομβαρδισμό της Λιβύης με διακηρυγμένο στόχο την εξόντωση του Καντάφι. Ο ίδιος επιβίωσε, αλλά τα θύματα της επιδρομής ανήλθαν στα 60. Το 1988 η συντριβή από έκρηξη βόμβας της πτήσης 103 της Pan Am στο Λόκερμπι της Σκωτίας παρείχε τη δικαιολογία για την επιβολή κυρώσεων στη χώρα. Αυτό, σε συνδυασμό με την πτώση στις τιμές του πετρελαίου τη δεκαετία του ’90 και στις αρχές της επόμενης είχε σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας. Το 2003 η εισβολή των ιμπεριαλιστών στο Ιράκ, που οδήγησε στην ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν και στην εκτέλεσή του, χρησίμευσε ως μια επιπλέον πολιτική πίεση ώστε να εγκαταλείψει η Λιβύη οποιοδήποτε αντιιμπεριαλιστικό πρόσχημα. Η δικαιολόγηση της εισβολής στο Ιράκ βασίστηκε στην υποτιθέμενη ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής, πράγμα για το οποίο οι ιμπεριαλιστές κατηγορούσαν και τη Λιβύη. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συντέλεσαν στη ριζική αλλαγή της πολιτικής της στάσης.
Τον Ιούνιο του 2003, ο Σούκρι Γκάνεμ θεωρούμενος ως μεταρρυθμιστής, ήτοι οπαδός της ελεύθερης αγοράς και υπέρμαχος των ιδιωτικοποιήσεων, διορίστηκε πρωθυπουργός. Την ίδια χρονιά, η απόφαση αρ. 31 έθεσε το στόχο της αποκρατικοποίησης 360 επιχειρήσεων του Δημοσίου για το διάστημα από τον Ιανουάριο του 2004 έως το Δεκέμβριο του 2008. Στα τέλη του 2004, 41 επιχειρήσεις είχαν ήδη ιδιωτικοποιηθεί. Ο ρυθμός ήταν βραδύτερος του αναμενόμενου, αλλά η διαδικασία είχε εμφανώς ξεκινήσει. Μέρος της τελευταίας ήταν η ανακοίνωση από την πλευρά της λιβυκής κυβέρνησης του σχεδίου απόλυσης 400.000 εργαζόμενων του δημόσιου τομέα, πάνω από το ένα τρίτο του συνολικού αριθμού του κρατικού μηχανισμού.
Το Δεκέμβριο του 2003, η Λιβύη εγκατέλειψε το πρόγραμμα παραγωγής όπλων μαζικής καταστροφής, αμέσως μετά την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ. Η στροφή του Καντάφι επέτρεψε στο Μπους να εμφανίσει την πολιτική του στο Ιράκ ως τελεσφόρα, καθώς ένα κράτος-κακοποιός όπως αυτό της Λιβύης επέστρεφε στο δρόμο της ομαλότητας. Έτσι, το 2003 τα Ηνωμένα Έθνη ήραν τις επιβληθείσες κυρώσεις και το ίδιο έπραξαν οι ΗΠΑ ένα χρόνο μετά. Το 2006, αποκαταστάθηκαν και οι μεταξύ τους διπλωματικές σχέσεις.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η άμεση προσέλκυση μιας σειράς ξένων επενδύσεων, κυρίως στον ενεργειακό τομέα, όπως επίσης στον κλάδο των κατασκευών. Υπογράφηκαν πολλές συμφωνίες παραχώρησης με δυτικές εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπως η ιταλική AGIP, η British Petroleum, η Shell, η ισπανική Repsol, οι γαλλικές Total και GDF Suez, οι αμερικανικές Conoco Phillips, Hess, Occidental, Exxon και Chevron, καθώς και καναδικές, νορβηγικές και άλλων χωρών.
Σε αυτή την περίοδο το καθεστώς Καντάφι συνέσφιξε τις σχέσεις του με τους ιμπεριαλιστές. Τα τελευταία χρόνια ο Τύπος βρίθει ιστοριών σχετικά με Δυτικούς επιχειρηματίες και πολιτικούς που επισκέπτονται τη Λιβύη πετυχαίνοντας εξαιρετικά επικερδείς συμφωνίες. Ένα παράδειγμα μας δίνει το ακόλουθο άρθρο με τίτλο «Το άνοιγμα της Λιβύης», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Business Week στις 12 Μαρτίου 2007:
«Η πρόοδος [στο άνοιγμα της λιβυκής οικονομίας] οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ασυνήθιστη συνεργασία με τον καθηγητή του Χάρβαρντ στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων και γκουρού στα θέματα ανταγωνιστικότητας, Michael E. Porter, που παρέχει συμβουλές στη λιβυκή διοίκηση μέσω της Monitor Group, εταιρείας παροχής συμβουλών με έδρα τη Βοστώνη. Τα δύο τελευταία χρόνια αρκετοί σύμβουλοι της Monitor εργάζονται στη Λιβύη μελετώντας την οικονομία και εφαρμόζοντας ένα τριμηνιαίο πρόγραμμα κατάρτισης ηγετών, που στόχο έχει να στελεχώσει μια νέα φιλοεπιχειρηματική ελίτ [...]
Ο Σαΐφ Αλ Ισλάμ, ένας από τους γιους του Καντάφι, είναι γνωστός ως οπαδός της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας, καθώς ασκεί πιέσεις για όλο και πιο φιλελεύθερες πολιτικές, δηλαδή περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις. Σύμφωνα με το Business Week ο Σαΐφ υποστήριξε ότι: «Πρέπει από μια κρατικά ελεγχόμενη οικονομία να γίνουμε μια ανοιχτή οικονομία, αλλά χωρίς να χάσουμε τον έλεγχο κατά τη μετάβαση».
Αυτό που ήθελε να πει ο Σαΐφ είναι ότι, παράλληλα με το άνοιγμα της λιβυκής οικονομίας μέσω της ιδιωτικοποίησης κρατικών επιχειρήσεων, η οικογένεια Καντάφι και η ακολουθία της θα εξακολουθήσει να έχει τη μερίδα του λέοντος σε αυτές τις επιχειρήσεις σε συνεργασία με τις δυτικών συμφερόντων πολυεθνικές εταιρείες, χωρίς βεβαίως να χάσει τις δικτατορικές εξουσίες της.
Από τη στιγμή που η Λιβύη έπαψε να περιλαμβάνεται στον κατάλογο με τα κράτη-κακοποιούς, μια σειρά Δυτικών πολιτικών επισκέφτηκαν τη Λιβύη, αντάλλαξαν χειραψίες και εναγκαλισμούς με τον Καντάφι για να υπογράψουν εν τέλει εξαιρετικά επικερδείς συμφωνίες για λογαριασμό των εθνικών τους εταιρειών.
Το 2008 ο Μπερλουσκόνι υπέγραψε μία συμφωνία, η οποία προέβλεπε την καταβολή προς τη Λιβύη ποσού ύψους 5 δις δολαρίων ως αποζημίωση για την αποικιοποίηση της χώρας στο παρελθόν. Μέρος της συμφωνίας προέβλεπε τον έλεγχο εκ μέρους της Λιβύης της μεσογειακής ακτής, προκειμένου να εμποδίσουν τη μετάβαση Αφρικανών μεταναστών στην Ιταλία. Το γεγονός ότι ο Καντάφι μεταχειρίστηκε σκληρά μέτρα για να το επιτύχει αυτό δεν φαίνεται να απασχόλησε τις τότε δυτικές κυβερνήσεις.
Την ίδια χρονιά, ακολούθησε η επίσημη επίσκεψη της τότε υπουργού των Εξωτερικών των ΗΠΑ, Κοντολίζα Ράις, η πρώτη ανάλογη μετά το 1953. Ήταν όμως ο Τόνι Μπλερ που αποκατέστησε τις επαφές με το καθεστώς Καντάφι το 2004, εγκαινιάζοντας μια «νέα σχέση» και επέστρεψε στη Βρετανία έχοντας στα χέρια του μερικές άκρως συμφέρουσες συμφωνίες για λογαριασμό της Shell.
Έτσι την τελευταία δεκαετία είδαμε να διαλύεται η αύρα του αντιιμπεριαλισμού που συνόδευε τον Καντάφι στο απώτερο παρελθόν. Άρχισε να συνεργάζεται στενά με τους Δυτικούς, επιστρέφοντας εκ νέου στις πολιτικές των αρχών της δεκαετίας του ’70. Το καθεστώς του βασίστηκε πλέον στις συμφωνίες με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις προσφέροντάς τους πολύτιμες υπηρεσίες, όπως δείχνει η περίπτωση της Ιταλίας.
Συνεισέφερε επίσης στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας παρέχοντας πληροφορίες στη CIA και τη MI6 αναφορικά με ύποπτους Λίβυους φονταμενταλιστές. Σύμφωνα με διαρροές προερχόμενες από την πρεσβεία των ΗΠΑ στην Τρίπολη τον Αύγουστο του 2009, «η Λιβύη έδρασε ως ένας ζωτικός σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και θεωρείται βασικός εταίρος μας στον εντοπισμό και τη σύλληψη ισλαμιστών μαχητών. Η στρατηγική συμμαχία σε αυτό τον τομέα αποδείχτηκε προσοδοφόρα και για τις δύο πλευρές». Είναι πασιφανές λοιπόν ότι ο Καντάφι δεν είναι αντιιμπεριαλιστής. Αντιθέτως, μετατράπηκε τα τελευταία χρόνια σε ένα χρήσιμο συνεργάτη για τους ιμπεριαλιστές.
Αυτό εξηγεί επίσης την έκπληξή του για την επίθεση που δέχτηκε από τις νατοϊκές δυνάμεις. Ένιωσε πως είχε κάνει ό,τι χρειαζόταν για να μην έχει το τέλος του Σαντάμ Χουσεΐν. Παρόλα αυτά, εξαιτίας του παρελθόντος του οι δυτικές δυνάμεις δεν τον εμπιστεύτηκαν ποτέ πλήρως· ήταν γι’ αυτές μια λύση ανάγκης. Έτσι, δεν δίστασαν ούτε στιγμή να ξεκινήσουν μια απόπειρα να τον αντικαταστήσουν με κάποιον ακόμη πιο δουλοπρεπή όταν τους δόθηκε η ευκαιρία.
Translation: Μαρξιστική Φωνή (Greece)