Η κρίση του Ευρώ μοιάζει με τη μακρόσυρτη αγωνία του θανάτου. Κάθε "κρίσιμη" σύνοδος κορυφής ακολουθείται από την επόμενη, και όλες υπόσχονται την αποφασιστική λήξη της κρίσης του Ευρώ. Οι αγορές "ηρεμούν" για λίγες ώρες ή μέρες και πέφτουν ξανά. Ο δείκτης των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων θυμίζει θερμόμετρο που καταγράφει την πορεία ενός καταδικασμένου σε θάνατο ασθενή.
Η αναστάτωση στις αγορές είναι ο ακριβής αντικατοπτρισμός του τρόπου σκέψης της αστικής τάξης, που χαρακτηρίζεται από ακραία νευρικότητα. Αυτό, με τη σειρά του, αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η έκταση της παρούσας κρίσης δεν έχει προηγούμενο. Η αστική τάξη βρίσκεται ανεμοδαρμένη σε αχαρτογράφητα ύδατα, χωρίς χάρτη ή πυξίδα.
Το μέλλον του Ευρώ
Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε οτι τα αληθινά εμπόδια της ανάπτυξης κάτω από τον καπιταλισμό είναι:
- Η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, και
- Το εθνικό κράτος
Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν μια προσπάθεια της Ευρωπαϊκής αστικής τάξης (ιδιαίτερα των Γάλλων και των Γερμανών) να υπερνικήσουν τα όρια που έθετε το εθνικό κράτος, δημιουργώντας μια κοινή αγορά, η οποία θα οδηγούσε, θεωρητικά, σε μία ισχυρότερη ένωση. Η εισαγωγή ενός κοινού νομίσματος υποτίθεται οτι θα αποτελούσε ένα τεράστιο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
Παρ’ όλα αυτά, όπως έχουμε ήδη εξηγήσει, σε μία καπιταλιστική βάση, η προσπάθεια να δημιουργηθεί μια άκαμπτη νομισματική διευθέτηση με προοπτική να είναι εξίσου εφαρμόσιμη σε διαφορετικές οικονομίες, όπως αυτές της Γερμανίας και της Ελλάδας, ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Θα μπορούσε να λειτουργήσει όσο διαρκούσε η οικονομική ανάπτυξη, αλλά η έλευση της ύφεσης, αποκάλυψε όλες τις εθνικές αντιφάσεις και όλους τους εθνικούς ανταγωνισμούς. Η κίνηση προς μια Ευρωπαϊκή Ένωση, έφτασε τα όριά της και τώρα αντιστρέφεται. Το Ευρώ (όπως και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση) έρχεται αντιμέτωπο με την καταστροφή.
Το Ευρώ δεν είναι η αιτία της κρίσης του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού, αλλά έχει παίξει τεράστιο ρόλο στο να οξύνει τα προβλήματα, ιδιαίτερα όσον αφορά στις πιο αδύναμες οικονομίες, όπως αυτές της Ελλάδας και της Ιταλίας. Στο παρελθόν, οι αστικές τάξεις της Ελλάδας και της Ιταλίας θα μπορούσαν, σε κάποιο βαθμό, να αποφύγουν το πρόβλημα υποτιμώντας το νόμισμα. Τώρα, αυτός ο δρόμος έχει κλείσει γι’ αυτούς. Η μόνη εναλλακτική πλέον είναι αυτό που οι ίδιοι αποκαλούν «εσωτερική υποτίμηση». Όσο τα προϊόντα αδυνατούν να κερδίσουν ανταγωνιστικότητα μέσω της υποτίμησης του νομίσματος, η μείωση και περικοπή των μισθών, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, επιλέγεται σαν κοινή στρατηγική. Αυτό σημαίνει την εδραίωση ενός καθεστώτος μόνιμης λιτότητας και επίθεσης στο βιοτικό επίπεδο.
Ότι κι αν κάνουν τώρα οι αρχηγοί της Ευρώπης, θα αποδειχθεί λάθος. Εάν συνεχίσουν την προσπάθεια στήριξης του Ευρώ, το αποτέλεσμα θα είναι η προσθήκη ενός αβάσταχτου βάρους στους οικονομικούς πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό θα σημαίνει χρόνια και δεκαετίες περικοπών, λιτότητας και πτώσης του επιπέδου διαβίωσης. Αυτή είναι μια συνταγή που ευνοεί την ταξική πάλη. Αλλά εάν το Ευρώ καταστραφεί, θα σημάνει μία οικονομική καταστροφή που θα τραβήξει όλη την Ευρώπη (και όχι μονάχα την Ευρωζώνη) σε ακόμη βαθύτερη κρίση.
Το δίλημμα εκφράζεται στη διαίρεση και τις εντάσεις μεταξύ των διαφορετικών εθνικών αστικών τάξεων, ιδιαίτερα μεταξύ της Γαλλικής και της Γερμανικής αστικής τάξης. Ο Φρανσουά Ολάντ κέρδισε με διαφορά στις προεδρικές αλλά και τις βουλευτικές εκλογές. Θα πιεστεί να εφαρμόσει τουλάχιστον κάποιες από τις μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκε στην εκλογική του καμπάνια. Αλλά έχει επίσης υποσχεθεί να μειώσει το δημόσιο έλλειμμα στο 3% μέσα στον επόμενο χρόνο. Οι δύο αυτοί στόχοι αλληλοαναιρούνται.
Από την άλλη πλευρά, η Άγγελα Μέρκελ απαιτεί την άμεση και ολοκληρωτική εφαρμογή μέτρων λιτότητας και περικοπών. Η Γερμανική αστική τάξη απαιτεί πειθαρχία και ισορροπημένους προϋπολογισμούς. Ο Ολάντ πιέζει για ανάπτυξη, ενώ η Μέρκελ απαιτεί περικοπές. Πιο συγκεκριμένα, η κυβερνώσα τάξη της Γαλλίας θέλει την κυβερνώσα τάξη της Γερμανίας να πληρώσει για να ωθήσει τις οικονομίες των υπόλοιπων Ευρωπαϊκών χωρών, ενώ η Γερμανική κυβερνώσα τάξη θέλει άλλους καπιταλιστές να πιέσουν τους δικούς τους εργάτες να πληρώσουν για την κρίση. Πώς μπορούν όμως να συμφωνήσουν οι δύο πλευρές; Έτσι δημιουργείται μια διάσπαση στην καρδιά της Ευρώπης.
Η απαισιοδοξία της κυβερνώσας τάξης εκφράστηκε με τα λόγια του οικονομικού συντάκτη του περιοδικού The Guardian, Larry Elliot, πάνω στη συνάντηση κορυφής των G20:
«Θα ήταν αφελές να πιστεύουμε ότι οι G20 ετοιμάζουν ένα προσχέδιο διεθνούς ανάκαμψης ή ότι η κρίση της Ευρωζώνης θα λήξει σύντομα. Οι κεντρικές τράπεζες είναι σε υψηλή επιφυλακή για να ανταπεξέλθουν από το νέφος των εκλογών στην Ελλάδα. Γιατί; Διότι αυτή τη στιγμή την παγκόσμια οικονομία συνθέτουν κράτη τα οποία είναι σε ύφεση, κινδυνεύουν να μπουν σε ύφεση ή χάνουν ραγδαία τους ρυθμούς της ανάπτυξής τους. Για τώρα δεν υπάρχει κανένα καλό αποτέλεσμα, μονάχα κακά και πολύ κακά.» (The Guardian, 17 Ιουνίου 2012)
Το ζήτημα του χρέους
Η πιο εμφανής έκφραση της κρίσης είναι το δημόσιο χρέος. Παρ’ όλα αυτά, αυτή δεν είναι η αιτία, αλλά ένα σύμπτωμα της κρίσης του καπιταλισμού. Το δημόσιο χρέος, και πάνω απ’ όλα τα ελλείμματα των προϋπολογισμών έχουν μεγαλώσει σημαντικά ως αποτέλεσμα της διάσωσης των τραπεζών και της ίδιας της οικονομικής ύφεσης (η οποία μειώνει τα φορολογικά έσοδα, ενώ αυξάνει τις κοινωνικές δαπάνες μέσω των επιδομάτων ανεργίας, για παράδειγμα).
Σε κάθε φάση οικονομικής ανάπτυξης στον καπιταλισμό, υπάρχει το στοιχείο της κερδοσκοπίας, το οποίο αποκαλύπτεται με την έναρξη της κρίσης. Η μόνη διαφορά σε αυτή την κρίση είναι η πραγματικά τεράστια κλίμακα της κερδοσκοπίας. Για τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, η αστική τάξη προσπάθησε να αποφύγει την ύφεση μέσω μιας πρωτοφανούς πιστωτικής επέκτασης. Πιο συγκεκριμένα, η αστική τάξη των Η.Π.Α. επιδόθηκε σε ένα πραγματικό όργιο κερδοσκοπίας που βασιζόταν στην τεράστια επέκταση των πιστώσεων συνδυασμένη με χαμηλά επιτόκια. Αυτό υποστηρίχθηκε έμπρακτα από τον Alan Greenspan και τη κεντρική ομοσπονδιακή τράπεζα των Η.Π.Α.
Ο Μαρξ εξήγησε ότι ο ρόλος της πίστωσης σε συνθήκες καπιταλισμού είναι να του επιτρέψει να ξεπεράσει τα όριά του. Η κρίση της υπερπαραγωγής μπορεί να επιβραδυνθεί για κάποιο καιρό επεκτείνοντας τεχνητά τη ζήτηση μέσω της καταναλωτικής πίστωσης. Οι τράπεζες συμμετείχαν ενεργά σ’ αυτό το όργιο επεκτείνοντας τις πιστώσεις σε ανθρώπους που στο παρελθόν δεν θεωρούνταν κατάλληλοι. Αυτή ήταν η βάση της φούσκας των ακινήτων στην Αμερική αλλά και σε άλλες χώρες.
Το ίδιο φαινόμενο εμφανίστηκε και στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ισλανδία, την Ισπανία και την Ιρλανδία. Αλλά σε όλες τις χώρες οι τράπεζες συμμετείχαν ενεργά και με ενθουσιασμό σ’ αυτό που κορυφώθηκε σε γιγαντιαία απάτη. Όσο συνέχιζε η ανοδική πορεία, όλοι ήταν χαρούμενοι. Οι πιστώσεις ήταν εύκολες και απέδιδαν τεράστια κέρδη. Όμως στο τέλος οι πιστώσεις φτάσανε το όριά τους και ολόκληρη η λεπτή δομή άρχισε να καταρρέει.
Το αποτέλεσμα αυτού ήταν η τραπεζική κρίση του 2008. Η προσπάθεια διάσωσης του τραπεζικού συστήματος μέσα από την εισαγωγή γιγάντιων ποσών κρατικού χρήματος είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες πίσω από την πρόσφατη τεράστια αύξηση του κρατικού χρέους, που τώρα καλείται να αποπληρώσει η εργατική τάξη. Όλοι οι παράγοντες που συνδυάστηκαν για να σπρώξουν την παγκόσμια οικονομία προς τα πάνω τώρα την σπρώχνουν προς μια ανεξέλεγκτη καθοδική πορεία. Η αστική τάξη τώρα έρχεται αντιμέτωπη με τις συνέπειες των προηγούμενων υπερβάσεων και υπερβολών τους. Το αποτέλεσμα είναι ένα βουνό συσσωρευμένων χρεών: ιδιωτικών χρεών, εταιρικών χρεών αλλά και δημοσίων χρεών. Η ερώτηση είναι: Ποιός πληρώνει; Η ίδια ερώτηση τέθηκε στη Γαλλία το 1789 και, όπως και τότε έτσι και σήμερα, η απάντηση θα έχει επαναστατικές επιπτώσεις.
Ο Μαρξ εξηγεί ότι με το ξέσπασμα μίας κρίσης, οι πιστώσεις λιγοστεύουν, οι παραγωγικές επενδύσεις ακινητοποιούνται, τα εργοστάσια κλείνουν και οι εργάτες απολύονται. Η αστική τάξη τώρα απαιτεί την αποπληρωμή όλων των χρεών. Οι δανειστές είναι ανελέητοι. Οι υποσχετικές σημειώσεις δεν γίνονται πλέον δεκτές: δώστε μας μετρητά! Αυτό είναι το αδυσώπητο αίτημά τους, το οποίο ισχύει το ίδιο για χώρες και κυβερνήσεις, όπως και επιχειρήσεις και άτομα.
Η Γερμανία και το Ευρώ
Το Ευρώ ήταν γέννημα της κυβερνώσας τάξης της Γερμανίας. Η επανένωση της Γερμανίας έδωσε νέα ζωή σε παλιές φιλοδοξίες. Ενώ, θεωρητικά, η Γερμανία και η Γαλλία είναι ίσοι εταίροι, όλοι γνωρίζουν ότι η Γερμανία είναι το αφεντικό. Η Γερμανική αστική τάξη έχει στα χέρια της μία πανίσχυρη οικονομία που στηρίζεται στην ισχυρή της βιομηχανία. Η εθνική τράπεζα (Bundesbank) κρατάει τις κλωστές από το πορτοφόλι της Ευρώπης.
Κατά την περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης, το βιοτικό επίπεδο, γενικά, ανέβηκε σε όλη την Ευρώπη, αλλά αυτό ήταν μία πολύ άνιση διαδικασία. Ακόμη και την περίοδο της ανάπτυξης, η αστική τάξη επέβαλλε ανελέητη πίεση στους εργάτες με σκοπό την αύξηση της παραγωγικότητας, κάνοντάς τους να δουλεύουν σκληρότερα για περισσότερες ώρες. Το κλίμα χαρακτηρίζονταν από την αδυσώπητη ανασφάλεια της εργατικής τάξης όπου η πλήρης απασχόληση αντικαθιστούνταν από συμβόλαια μερικής απασχόλησης με χαμηλότερους μισθούς και χειρότερους όρους. Οι εργάτες ένιωθαν το βιοτικό τους επίπεδο να ανεβαίνει λόγω, κυρίως, της υπερωριακής εργασίας, της απασχόλησης όλων των μελών της οικογένειας, καθώς και της μείωσης της τιμής των αγαθών, η οποία οφειλόταν κατά ένα μέρος στα φθηνά Κινέζικα εισαγόμενα και, κατά κύριο λόγο, στην ανεξέλεγκτη επέκταση των πιστώσεων.
Στη Γερμανία, που βασίζεται σημαντικά στην εξαγωγή των βιομηχανικών της προϊόντων, οι καπιταλιστές πίεσαν ανελέητα τους εργάτες για να βγάλουν και την τελευταία ουγκιά της υπεραξίας. Τη δεκαετία πριν το 2008, το κόστος εργασίας ανά μονάδα αυξήθηκε κατά 30% στην Ιταλία, 35% στην Ισπανία, 42% στην Ελλάδα, αλλά μόνο 7% στη Γερμανία. Οι πραγματικοί μισθοί των Γερμανών κρατήθηκαν χαμηλά, ενώ η παραγωγικότητα εκτινάχθηκε και οι εξαγωγές αυξήθηκαν σημαντικά. Αλλά κάποιος έπρεπε να εισάγει αυτά που εξήγαγε η Γερμανία.
Η δημιουργία του Ευρώ, δηλαδή, ωφέλησε τους Γερμανούς καπιταλιστές. Τους παρείχε μια μεγάλη αγορά για τις εξαγωγές τους (60% των οποίων έφταναν σε Ευρωπαϊκές χώρες), πράγμα που τους έκανε ιδιαίτερα ανταγωνιστικούς λόγω του συνδυασμού των χαμηλών μισθών και της χρήσης μοντέρνων μηχανημάτων. Για να επεκτείνει την αγορά για τα δικές της εξαγωγές, η Γερμανία πίεσε άλλες χώρες να δεχτούν δάνεια, ανεβάζοντας έτσι τη ζήτηση. Τα χρήματα που δόθηκαν στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες, χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά Γερμανικών αγαθών και προϊόντων, σε μεγάλη μάλιστα κλίμακα.
Τώρα, η Γερμανική αστική τάξη φωνάζει ότι εξαπατήθηκε. Παραπονιούνται πως οι Έλληνες παρουσίασαν ψευδή στοιχεία για να κερδίσουν την ένταξή τους στην Ευρωζώνη. Αυτό είναι πολύ πιθανό να ισχύει. Αλλά πώς μπορεί η αστική τάξη της Γερμανίας να ήταν ανίκανη να κάνει απλή αριθμητική; Δεν μπορούσαν να κάνουν πρόσθεση; Και εάν η απάντηση είναι όχι, δεν είχαν κατάλληλους, έμπειρους λογιστές να τους συμβουλέψουν; Φυσικά και είχαν. Αλλά το 2001 δεν τους ενδιέφερε να εξετάσουν τα νούμερα και τους αριθμούς καλά, όπως και οι τραπεζίτες στις Η.Π.Α., την Ισπανία και την Ιρλανδία που φόρτωναν με στεγαστικά δάνεια οικογένειες με ελάχιστο ή και μηδαμινό διαθέσιμο εισόδημα.
Εάν η Γερμανία είναι εξαγωγέας και πιστωτής, άλλα Ευρωπαϊκά κράτη πρέπει να είναι, ή να γίνουν, εισαγωγείς και οφειλέτες. Η σχέση πιστωτή- οφειλέτη λειτουργούσε μια χαρά όσο η οικονομία άνθιζε. Αλλά η κρίση του 2008 αποκάλυψε σκληρά την πραγματική κατάσταση. Η στιγμή του υπολογισμού είχε φτάσει. Αλλά μόλις εμφανίστηκε ο λογαριασμός, δεν υπήρχαν λεφτά για να τον ξεπληρώσουν.
Ο πιο αδύναμος κρίκος
Κάθε αλυσίδα πάντα σπάει ξεκινώντας από τον αδύναμό της κρίκο. Η Ελλάδα είναι ο πιο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Είναι ο ασθενής της Ευρώπης. Όμως υπάρχουν πολλοί ασθενείς στο νοσοκομείο αυτό. Κάποιοι είναι ήδη στην εντατική (συγκεκριμένα η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία). Άλλοι είναι σε παρόμοια κατάσταση (Ισπανία και Ιταλία). Αλλά και η Γαλλία και το Βέλγιο δεν απέχουν πολύ. Οι υπόλοιποι περιμένουν στην αίθουσα αναμονής. Αλλά όλοι είναι καταδικασμένοι να αρρωστήσουν.
Η ιδέα οτι είναι δυνατόν για χώρες όπως η Γερμανία, η Φιλανδία και η Αυστρία να γλυτώσουν από την ασθένεια είναι μία αυταπάτη. Δεν υπάρχουν πια εθνικές αγορές στην Ευρώπη. Η Ευρώπη έχει σχηματιστεί σαν μια μοναδική αγορά με υψηλό βαθμό οικονομικής ολοκλήρωσης. Το μέλλον του ενός θα επηρεάσει άμεσα και σοβαρά το μέλλον όλων. Αυτό ισχύει ακόμα και για τις μικρότερες οικονομίες, όπως αυτή της Ελλάδας.
Το γεγονός οτι στην πρόσφατη συνάντηση κορυφής των G20 στο Μεξικό υπήρχε τρομερή ανησυχία και ιδεοληψία όσο αναφορά στο Ελληνικό πρόβλημα αλλά και τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών μπορεί να φαίνεται παράδοξο. Αλλά ακόμα πιο παράδοξο είναι το τι συνέβη αργότερα. Η αστική τάξη, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, αγωνιούσε οτι η νίκη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α θα σήμαινε την άμεση έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, προκαλώντας έτσι μία σειρά γεγονότων που θα έβαζαν το ίδιο το Ευρώ σε κίνδυνο, και την παγκόσμια οικονομία σε βαθιά ύφεση.
Όταν το σενάριο αυτό απεφεύχθη από τη εκλογική νίκη του Σαμαρά και της Νέας Δημοκρατίας, η αστική τάξη αναστέναξε με μεγάλη ανακούφιση. Θα περιμέναμε οτι η Ευρωπαϊκή Ένωση (δηλαδή η Άγγελα Μέρκελ) θα πετούσε μια σανίδα σωτηρίας στο Σαμαρά, ή τουλάχιστον οτι θα του έδινε κάποιο σήμα που θα μπορούσε ο ίδιος να εκλάβει σαν υπόσχεση για τη μελλοντική ανακούφιση των ταλαιπωρημένων Ελλήνων. Αντίθετα όμως, η Γερμανίδα καγκελάριος έδειξε το σκληρό της πρόσωπο στην Ελλάδα, προειδοποιώντας οτι δεν υπάρχει καμία πιθανότητα επαναδιαπραγμάτευσης.
Η Μέρκελ αρχικά συμφώνησε να “βοηθήσει” την Ελλάδα να ξεπληρώσει τα χρέη της, όχι από γενναιοδωρία αλλά γιατί το μεγαλύτερο μέρος των χρεών ανήκαν σε Γερμανικές και Γαλλικές τράπεζες. Η “βοήθεια” θα ερχόταν με όρους, μαζί με ένα σκληρό πακέτο περικοπών που έριξε την Ελλάδα σε ακόμα μεγαλύτερη ύφεση σπρώχνοντάς την στην επαιτεία. Αντί για να λύσει το πρόβλημα, τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα. Παρ’ όλ’ αυτά η Μέρκελ συνεχίζει να πιέζει για λιτότητα και πειθαρχία.
Στην πραγματικότητα, η Γερμανική άρχουσα τάξη βρίσκεται σε δίλημμα. Από την μία πλευρά δεν θέλουν να διαγράψουν τα χρέη της Ευρώπης και θα ήταν ευτυχείς εάν δεν έπρεπε να ασχοληθούν με την Ελλάδα ποτέ ξανά. Αλλά από την άλλη, φοβούνται την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη γιατί αυτό θα διακινδύνευε μια Ευρωπαϊκή τραπεζική κρίση. Το δίλημμα αυτό οδηγεί σε μια μορφή παράλυσης της προθυμίας και συνεχείς ταλαντεύσεις, τη στιγμή που υπάρχει ανάγκη για αποφασιστική δράση. Το φαινόμενο αυτό το ξαναείδαμε στην τελευταία σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι ηγέτες της Ευρώπης θυμίζουν τον αυτοκράτορα Νέρωνα που έπαιζε βιολί όσο τον έζωναν φλόγες απ’ όλες τις μεριές.
Ισπανία
Οι φλόγες έφτασαν στην Ισπανία, η οποία πλέον βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα της Ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης. Η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία κυριολεκτικά είναι περιφερικές χώρες της ΕΕ. Η Ισπανία όμως, είναι μεγαλύτερη και από τις τρείς αυτές χώρες μαζί. Επίσης, η Ιταλία είναι μια από τις χώρες που αποτελούν τον πυρήνα της ΕΕ αυτό καθεαυτό. Λόγω αυτού, μια οικονομική κατάρρευση σε αυτές τις χώρες θα είχε τις πιο σοβαρές συνέπιες σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Για 14 έτη (1994-2008), η Ισπανία απέφευγε την ύφεση. Παρουσίαζε ρυθμούς ανάπτυξης από τους μεγαλύτερους της Ευρώπης και δημιουργούσε περισσότερες νέες θέσεις εργασίας από οποιανδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ. Όλα έδειχναν ότι η ανάπτυξη θα διαρκούσε για πάντα. Αλλά αυτή η ανάπτυξη οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό από μια κερδοσκοπική φούσκα πάνω στα ακίνητα, η οποία τροφοδοτήθηκε από τον εύκολο και φτηνό δανεισμό των τραπεζών και συγκεκριμένα των cajas de ahorros (ταμιευτήρια).
Το τέλος της περιόδου ανάπτυξης έφερε στο προσκήνιο όλες τις αντιφάσεις. Η Ισπανική αγορά ακινήτων κατέρρευσε. Οι τιμές των σπιτιών έπεσαν κατακόρυφα, πολλές οικογένειες έχασαν τα σπίτια τους ενώ χιλιάδες ακίνητες ιδιοκτησίες παρέμεναν άδειες. Επακόλουθο αυτού, είναι ο κατασκευαστικός τομέας να είναι σε κρίση και πολλοί οικοδόμοι να έχουν χάσει τις δουλείες τους, ενισχύοντας τις τάξεις των ανέργων.
Η ανεργία έχει φτάσει επισήμως στο 25%, το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ. Περισσότεροι από τους μισούς νέους της Ισπανίας είναι άνεργοι. Η αύξηση της ανεργίας σημαίνει μια απότομη πτώση στη ζήτηση και στα φορολογικά έσοδα. Νέες περικοπές θα επιδεινώσουν το πρόβλημα, όπως ήδη είδαμε να συμβαίνει στην Ελλάδα.
Πριν το 2007, η Ισπανία είχε πρωτογενές πλεόνασμα και μπορούσε ουσιαστικά να ξεπληρώνει τα δάνειά της. Τώρα όμως το έλλειμμα βρίσκεται στο 9% του ΑΕΠ, το οποίο θα πρέπει να μειωθεί στο 3% μέχρι τον επόμενο χρόνο.
Η Ισπανία βρίσκεται σε ύφεση τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Σύντομα, τα χρήματα που προορίζονται για επιδόματα ανεργίας θα τελειώσουν και πολλές οικογένειες δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις των στεγαστικών τους δανείων. Αυτό θα οδηγήσει σε ένα κύμα κατασχέσεων, σε αύξηση του αριθμού των αστέγων, σε επιπλέον πτώση στις τιμές των σπιτιών, ενώ οι τράπεζες και τα cajas (ταμιευτήρια) θα καταλήξουν να έχουν στα χέρια τους, έναν ακόμα μεγαλύτερο αριθμό άδειων διαμερισμάτων, τα οποία κανένας δεν θα θέλει να αγοράσει.
Ως αποτέλεσμα, το Ισπανικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε βαθιά κρίση. Για την αποφυγή μιας πλήρους κατάρρευσης, η ΕΕ αναγκάστηκε αν δώσει 100 δις ευρώ, παρόλο που αυτό το τεράστιο ποσό δεν θα είναι αρκετό ώστε να κλείσει την μαύρη τρύπα στους ισολογισμούς των Ισπανικών τραπεζών. Κανένας δεν ξέρει τη πραγματική έκταση των κακών χρεών των τραπεζών: 150 δις; 250 δις; Είναι αδύνατο να το γνωρίζει κανείς. Είναι όμως ξεκάθαρο, ότι το δάνειο των 100 δις είναι μόνο η αρχή. Αυτό είναι ξεκάθαρο για τις αγορές, οι οποίες αντέδρασαν ανάλογα. Κανείς δεν θέλει να αγοράσει ισπανικό χρέος παρά μόνο με πολύ υψηλό επιτόκιο. Τα επιτόκιο δανεισμού ήδη έχει φτάσει το 7%..Τέτοια καταστροφικά επιτόκια δανεισμού είναι αδύνατον να αντέξουν για πολύ.
Ήδη, πριν ακόμα ανακοινωθούν τα μαζικά μέτρα λιτότητας της νέας κυβέρνησης Ραχόι, είδαμε να πραγματοποιούνται κύματα από απεργίες, τοπικές κινητοποιήσεις και κινητοποιήσεις σε ολόκληρους κλάδους: ο τομέας της εκπαίδευσης στη Μαδρίτη, οι δημόσιοι υπάλληλοι της Καταλωνίας και της Βαλένθιας, το κίνημα των μαθητών στη Βαλένθια, το πανεθνικό κίνημα του τομέα της εκπαίδευσης, κτλ. Το κίνημα των indignados, με τις μαζικές διαδηλώσεις τον Μάιο, Ιούνιο και τον Οκτώβριο του 2011, είναι επίσης μια αντανάκλαση αυτού του συσσωρευμένου θυμού και βοήθησε να αλλάξει τη διάθεσή ανάμεσα στην εργατική τάξη.
Η Ισπανία ακολουθεί το ίδιο δρόμο με την Ελλάδα, τα αποτελέσματα θα είναι παρόμοια αλλά σε μια πολλή μεγαλύτερη κλίμακα. Η κυβέρνηση Ραχόι αποτελεί μια κυβέρνηση της κρίσης. Η εκλογική της βάση συρρικνώνεται γρήγορα. Με τους ηγέτες του PSOE να ωθούνται προς την πλευρά της εθνικής ενότητας, ο βασικός ευνοούμενος είναι ο συνασπισμός Izquierda Unida (ΕΑ, Ενωμένη Αριστερά) - αριστερά του PSOE - γύρω από το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο έχει αυξήσει σημαντικά τα εκλογικά του ποσοστά. Στην πρόσφατη πανεθνική δημοσκόπηση, η ΕΑ ανέβηκε, από το 6.9% των εκλογών του Νοεμβρίου του 2011, στο 11.6%.
Αυτό, επιβεβαιώνει την ίδια τάση προς τα αριστερά, την οποία είδαμε στην Ελλάδα και την Γαλλία. Οι σοβαροί στρατηγοί του κεφαλαίου, ήδη προειδοποιούν για τις επαναστατικές συνέπιες των μαζικών περικοπών στις δημόσιες δαπάνες. Ένα άρθρο των Financial Times, υπογεγραμμένο από τον Wolfgang Münchau, με τίτλο "Η Ισπανία αποδέχτηκε την ακατόρθωτη αποστολή"(“Spain has accepted mission impossible”), περιγράφει ξεκάθαρα την παραπάνω προοπτική:
"Η προσπάθεια της Ισπανίας να μειώσει το έλλειμμα, όχι μόνο δεν είναι κακή οικονομική πολιτική, αλλά είναι πρακτικά αδύνατη, οπότε οι πιθανές εκδοχές είναι: Είτε η Ισπανία δεν θα πετύχει τον στόχο ή Ισπανική Κυβέρνηση θα πρέπει να απολύσει τόσες πολλές νοσοκόμες και δασκάλες που το αποτέλεσμα θα είναι μια πολιτική εξέγερση." ( δική μας έμφαση, FT,15 Απριλίου)
Ιταλία
Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο Ιταλικός καπιταλισμός είναι ακόμη χειρότερη από αυτήν του Ισπανικού, ο οποίος τουλάχιστον έχει μερικώς επανακεφαλαιοποιήσει τα χρέη του με τη βοήθεια της ΕΕ. Το επίπεδο του χρέους της Ιταλίας είναι ακόμη υψηλότερο. Αυτό ίσχυε για πολλά χρόνια όμως, σήμερα η κατάσταση έχει φτάσει σε κρίσιμο σημείο.
Το χρέος της Ιταλίας έχει ξαναφτάσει το 120% του ΑΕΠ στο παρελθόν, αλλά αυτό δεν προκαλούσε σοβαρά προβλήματα, γιατί πάντα μπορούσαν να υποτιμήσουν τη λιρέτα, αποκτώντας έτσι, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τις ιταλικές εξαγωγές. Εν μέρει, η ιταλική αστική τάξη εξαγόραζε την κοινωνική σταθερότητα, διατηρώντας το χρέος σε υψηλά επίπεδα. Πάντα, μπορούσαν να βρουν αγοραστές του Ιταλικού χρέους στις διεθνής αγορές. Όμως, όλα αυτά έχουν αλλάξει.
Η έλευση του Ευρώ μπλόκαρε αυτήν την διέξοδο. Η Ιταλία έχασε σε ανταγωνιστικότητα σε σχέση με την Γερμανία, ενώ το πρόβλημα επιδεινώθηκε με τον ανταγωνισμό από την Κίνα. Η Ιταλική οικονομία είναι στάσιμη για πολύ καιρό. Η απουσία ανάπτυξης οδήγησε στην κατάρρευση της εμπιστοσύνης στις αγορές, οδηγώντας σε μια απότομη αύξηση των τόκων που θα πρέπει να πληρώσει η Ιταλία για να ξεπληρώσει τους δανειστές της.
Εάν εξαιρέσουμε τις πληρωμές για τόκους, η Ιταλία έχει πρωτογενές πλεόνασμα. Υπό την "Αριστερή" κυβέρνηση του Πρόντι, η Ιταλία στην ουσία άρχισε να ξεπληρώνει όλα της τα χρέη. Όμως, με επιτόκια των έξι ή ακόμα των εφτά τις εκατό, το βάρος του χρέους γίνεται δυσβάστακτο. Μετά από μια δεκαετία οικονομικής στασιμότητας, η Ιταλία δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει το ύψους 1.9 τρις ευρώ χρέος της. Τώρα το βρίσκουν δύσκολο να πουλήσουν ομόλογα τα οποία κανείς δεν θέλει να αγοράσει.
Εφόσον ο δρόμος της υποτίμησης είναι κλειστός, η μόνη εναλλακτική που υπάρχει είναι να ξεκινήσουν μια κατά μέτωπο επίθεση στο επίπεδο διαβίωσης. Πριν από λίγα χρόνια, πριν ακόμα ξεκινήσει η κρίση, ο Economist έγραφε ότι, για να μπορέσει η Ιταλία να ανακτήσει την διεθνή ανταγωνιστικότητα της, θα πρέπει να απολύσει μισό εκατομμύριο εργάτες ενώ οι υπόλοιποι θα έπρεπε να δεχθούν μειώσεις μισθών κατά 30%. Αυτό είναι το πραγματικό νόημα του όρου «εσωτερική υποτίμηση». Αυτό είναι το πραγματικό πρόγραμμα της Ιταλικής αστικής τάξης.
Η περίπτωση της Ιταλίας τονίζει το κεντρικό πρόβλημα της Ευρωπαϊκής αστικής τάξης: τη δύναμη της εργατικής τάξης. Για δεκαετίες οι εργαζόμενοι της Ευρώπης συνήθισαν σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο διαβίωσης. Κατέκτησαν τις συνθήκες μιας ημι-πολιτισμένης ύπαρξης. Τώρα, η άρχουσα τάξη το βρίσκει εξαιρετικά δύσκολο να πάρει πίσω τις μεταρρυθμίσεις και τις παραχωρήσεις του παρελθόντος.
Το πρόβλημα είναι, ότι η Ιταλική αστική τάξη δεν έχει στη διάθεση της ένα ισχυρό κόμμα και μια σταθερή κυβέρνηση για να υλοποιήσει αυτό το πρόγραμμα. Ο Μπερλουσκόνι απέτυχε να διεκπεραιώσει αυτά που χρειάζονταν. Η "αριστερή" κυβέρνηση του Πρόντι πήγε ακόμη παραπέρα, όμως καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της προσπάθειας. Η κυβέρνηση "εθνικής ενότητας" του Μόντι, είδε την υποστήριξή της να καταρρέει μέσα σε λίγους μόνο μήνες. Όλα ναυάγησαν χάρη στην αντίσταση της ιταλικής εργατικής τάξης.
Ο δρόμος είναι ανοιχτός για μια έκρηξη της ταξικής πάλης στην Ιταλία, η οποία θα παρουσιάσει με μεγάλες ευκαιρίες για τους ιταλούς μαρξιστές.
[Συνεχίζεται...]