Τη Δευτέρα 7 Μαρτίου, ο νέος πρωθυπουργός της Τυνησίας Μπετζί Καΐντ Ελ Σεμπσί ανακοίνωσε τη σύνθεση της κυβέρνησής του, που είναι η τρίτη κατά σειρά μετά την ανατροπή του Μπεν Αλί από τον επαναστατημένο λαό στις 14 Ιανουαρίου. Ο Ελ Σεμπσί ανήλθε στην εξουσία στις 27 Φεβρουαρίου, ύστερα από την παραίτηση του Μοχάμεντ Γκανουτσί, ο οποίος υπήρξε πρωθυπουργός του Μπεν Αλί και διατήρησε τη θέση του μετά την ανατροπή του τελευταίου.
Η παραίτηση του Γκανουτσί επήλθε υπό την πίεση των μαζικών διαδηλώσεων σε όλη τη χώρα, που έφτασαν στην κορύφωσή τους με τις ογκώδεις πορείες της Τύνιδας στις 25, 26 και 27 Φεβρουαρίου -τις μεγαλύτερες μετά την πτώση του Μπεν Αλί (βλ. Το δεύτερο κύμα της Τυνησιακής Επανάστασης: Κάτω ο Γκανουτσί - Όλη η εξουσία στον επαναστατημένο λαό). Όταν διαδηλωτές επιχείρησαν να εισέλθουν στο κτίριο του μισητού υπουργείου Εσωτερικών, αντιμετώπισαν τη βίαιη καταστολή από την πλευρά της αστυνομίας, που οδήγησε στο θάνατο πέντε τουλάχιστον διαδηλωτών και στη σύλληψη εκατοντάδων.
Η παραίτηση του Γκανουτσί ακολουθήθηκε από την παραίτηση ενός αριθμού υπουργών του, συμπεριλαμβανομένων των εκπροσώπων των νόμιμων κομμάτων της αντιπολίτευσης στον Μπεν Αλί, Άχμεντ Ιμπραχίμ (από το Ετατζίντ, το πρώην Κομμουνιστικό Κόμμα) και Άχμεντ Νετζίμπ Τσεμπί (από το PDP), που προσέδιδαν στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας ένα αριστερό προσωπείο. Αυτά τα κόμματα είναι ιδιαίτερα μισητά στις μάζες, καθώς θεωρούν ότι συνεργάζονταν με τον Μπεν Αλί μέχρι την τελευταία στιγμή, για να συμμετάσχουν στη συνέχεια σε μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» ελεγχόμενη από τους υπουργούς του τελευταίου. Κάτω από την πίεση του λαού παραιτήθηκαν κι άλλοι υπουργοί, μεταξύ των οποίων οι περισσότεροι από όσους είχαν τα οικονομικά χαρτοφυλάκια, όπως ο επιχειρηματίας Ελιές Τζουινί, ο υπουργός του Μπεν Αλί, ο αρμόδιος για τις ιδιωτικοποιήσεις Μοχάμεντ Νουρί Τζουινί και ο Μοχάμεντ Αφίφ Τσελμπί, που ήταν κι αυτός μέλος του οικονομικού επιτελείου του Μπεν Αλί.
Στην Τυνησία εκτυλίσσεται ένας ανοιχτός αγώνας ανάμεσα στις επαναστατημένες μάζες που πιέζουν προς τα εμπρός και την άρχουσα τάξη που προσπαθεί να περιορίσει το κίνημα εντός των ασφαλών ορίων της αστικής δημοκρατίας. Μέχρι στιγμής ο συσχετισμός των δυνάμεων παραμένει ευνοϊκός για τις μάζες, που αποσπούν τη μια παραχώρηση μετά την άλλη. Πρώτα ήταν η απομάκρυνση όλων των υπουργών του πρώην κυβερνώντος κόμματος από την κυβέρνηση του Γκανουτσί. Ύστερα ήταν η διάλυση του ίδιου του RCD. Επιπλέον, εκδίωξαν τους τοπικούς κυβερνήτες τους διορισμένους από την κυβέρνηση. Οι εργάτες από την πλευρά τους εκδίωξαν τους διευθυντές που συνδέονταν με το παλαιό καθεστώς από τις επιχειρήσεις και τους κυβερνητικούς οργανισμούς και μαζί με τη νεολαία έριξαν εν τέλει τον ίδιο τον Γκανουτσί και πολλούς από τους υπουργούς του.
Η έλευση του Ελ Σεμπσί είναι ένα τέχνασμα με σκοπό να τεθεί επικεφαλής της απόπειρας αποκατάστασης της αστικής ομαλότητας μια πιο αποδεκτή προσωπικότητα και να μπει ταυτόχρονα ένα τέλος στην επαναστατική έξαψη των μαζών. Ο Ελ Σεμπσί, ένας δικηγόρος, ήταν υπουργός υπό τον Μπουργκίμπα και παρουσιάζεται σαν να μην είχε την παραμικρή σχέση με το καθεστώς του Μπεν Αλί.
Στις παρούσες συνθήκες που επικρατούν στην Τυνησία ο μόνος τρόπος να διατηρηθεί στην εξουσία είναι να εμφανιστεί ότι προχωρά σε παραχωρήσεις απέναντι στο λαό. Η πρώτη του εξαγγελία μετά την ανακοίνωση του σχηματισμού της κυβέρνησής του ήταν αυτή της διάλυσης της μισητής πολιτικής αστυνομίας και της διεύθυνσης κρατικής ασφάλειας, των δύο σωμάτων που έχουν την κύρια ευθύνη για την καταστολή υπό το παλαιό καθεστώς. Ταυτόχρονα ανακοίνωσε ότι αντί των προεδρικών εκλογών, όπως αρχικά σχεδιαζόταν, θα διενεργηθούν εκλογές για Συντακτική Συνέλευση στις 24 Ιουλίου. Ο κύριος Καΐντ Ελ Σεμπσί ισχυρίστηκε ότι όλοι όσοι διέπραξαν εγκλήματα υπό το παλαιό καθεστώς θα οδηγηθούν στη δικαιοσύνη, αρχής γενομένης με τον Μπεν Αλί ένοχο για εσχάτη προδοσία [sic], για να μην αναφερθούμε σε όλα τα πρόσωπα-κλειδιά της δικτατορίας. Πρόσθεσε ότι κατανοεί [sic] τα αισθήματα των νέων που οργάνωσαν την καθιστική διαμαρτυρία στο Κάσμπαχ.
Την ίδια στιγμή βαδίζει προσεχτικά επιμένοντας ότι και η δική του κυβέρνηση είναι μεταβατική [sic] και στην πραγματικότητα οι έχοντες σημαίνοντα ρόλο υπουργοί Άμυνας, Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Εξωτερικών παραμένουν στη θέση τους. Υπογράμμισε ότι αυτό που χρειαζόταν αρχικά ήταν να «αποκατασταθεί η ασφάλεια, που είναι το κλειδί για να λύσουμε όλα τα άλλα προβλήματα που μας απασχολούν» γιατί «χωρίς ασφάλεια δεν μπορεί να υπάρξει καμιά ανάπτυξη». Δήλωσε ότι προτεραιότητα της κυβέρνησής του θα αποτελέσουν «οι συνθήκες εργασίας, η παραγωγικότητα, η αποδοτικότητα σε όλους τους τομείς και η συνέχεια του κράτους». Με άλλα λόγια επιδιώκει την αποκατάσταση της καπιταλιστικής ομαλότητας στον τομέα της οικονομίας θέτοντας τέλος στην όχληση [sic] από τις συνεχείς απεργίες, τις επιζήμιες στάσεις εργασίας, το εργατικό αίτημα για παραιτήσεις διευθυντών κτλ., αλλά και γενικότερα μέσα στο ίδιο το κράτος τερματίζοντας τις συνεχείς καταλήψεις, διαδηλώσεις, διεκδικίσεις, την ύπαρξη των επαναστατικών επιτροπών και των συνδικάτων.
Αν κανείς κοιτάξει από πιο κοντά τη σύνθεση αυτής της «τεχνοκρατικής» κυβέρνησης μπορεί να δει καθαρά ποια συμφέροντα εκπροσωπεί: αυτά της καπιταλιστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού. Η κυβέρνηση βρίθει υπουργών που έχουν εκπαιδευτεί σε γαλλικά πανεπιστήμια και έχουν δουλέψει σε διεθνείς οργανισμούς (ΟΟΣΑ, Παγκόσμια Τράπεζα κτλ.). Ο Αμπντελχαμίντ Τρίκι, υπουργός Σχεδιασμού και Διεθνούς Συνεργασίας, ήταν μέλος του οικονομικού επιτελείου του Μπεν Αλί (ως γενικός γραμματέας για τη διεθνή συνεργασία και τις ξένες επενδύσεις), καθώς επίσης αναπληρωτής διευθυντής της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Δεν μας εκπλήσσει λοιπόν που ο σύνδεσμος εργοδοτών UTICA καλωσόρισε τη νέα κυβέρνηση ως εξής: «Έχουμε την πεποίθηση ότι η Τυνησία θα επιστρέψει σε μια ομαλότητα και τα μέτρα που λαμβάνονται ενισχύουν αυτή μας την πεποίθηση», δήλωσε ο Χαμαντί Μπεν Σεντρίν το «αφεντικό των αφεντικών».
Είναι βέβαιο ότι οι παραχωρήσεις που απέσπασαν οι επαναστατημένες μάζες είναι πολύ σημαντικές και υπάρχει ένα αίσθημα βεβαιότητας ότι κερδήθηκε μια ακόμη μάχη. Η Συντακτική Συνέλευση ήταν ένα από τα κύρια λαϊκά αιτήματα και αντιπροσώπευε στα μάτια των μαζών μια οριστική ρήξη με το παλαιό καθεστώς. Όμως αυτοί που καλούν για τη σύγκλησή της είναι οι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης. Κανείς από αυτούς δεν έπαιξε τον παραμικρό ρόλο στην επανάσταση, αλλά τώρα αξιώνουν να τους αναγνωριστεί μια νομιμοποίηση που δεν δικαιούνται να έχουν.
Ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει. Οι νέοι που αποτέλεσαν την πρωτοπορία του κινήματος, οι εργάτες που κινητοποιήθηκαν μαζικά για να ανατρέψουν το παλαιό καθεστώς, αγωνίστηκαν και αγωνίζονται για ψωμί, δουλειά, αξιοπρέπεια. Γι’ αυτούς δημοκρατία δε σημαίνει μόνο το δικαίωμα σχηματισμού πολιτικών κομμάτων, το δικαίωμα να λες αυτό που θες χωρίς να φοβάσαι, το δικαίωμα να ψηφίζεις κάθε τόσο, αλλά πάνω απ’ όλα το δικαίωμα στη δουλειά, σε έναν αξιοπρεπή μισθό που να σου εξασφαλίζει τα προς το ζην.
Όπως έχουμε υποστηρίξει σε προηγούμενα άρθρα μας, ο συσχετισμός των δυνάμεων στην Τυνησία είναι εξαιρετικά ευνοϊκός για τους εργάτες. Παρόλα αυτά ένα πράγμα απουσιάζει: μια επαναστατική ηγεσία ικανή να δώσει διέξοδο. Οι οργανώσεις της αριστεράς στην Τυνησία φαίνεται να πάσχουν από μια «ασθένεια»: κάνουν συνεχώς διακυρήξεις άλλα δεν παίρνουν κανένα συγκεκριμένο μέτρο για να τις εφαρμόσουν στην πράξη. Το νεοσχηματισμένο Συμβούλιο για την Προστασία της Επανάστασης, που περιλαμβάνει στους κόλπους του επαναστατικές οργανώσεις αλλά και άλλες όπως το ισλαμικό κόμμα Ενάχντα, το οποίο δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην επανάσταση, αναμένει τη νομιμοποίησή του από την κυβέρνηση.
Αυτό που θα έπρεπε να έχουν ήδη κάνει αυτές οι οργανώσεις είναι να καλέσουν και να οργανώσουν ένα Εθνικό Συμβούλιο Αντιπροσώπων εκλεγμένο από τις επαναστατικές επιτροπές (που ακόμη λειτουργούν στις γειτονιές, στα χωριά, και στις πόλεις σε όλη τη χώρα), το οποίο θα είναι το μόνο νομιμοποιημένο σώμα που θα μιλά στο όνομα της επανάστασης.
Όμως ο δρόμος προς την αστική ομαλότητα, που η άρχουσα τάξη προωθεί, δε θα είναι εύκολος. Από τη μια πλευρά δεν μπορεί να εγγυηθεί την υλοποίηση των αιτημάτων του λαού. Από την άλλη υπάρχει πλέον ένας τύπος ανθρώπου στην Τυνησία που αφυπνίστηκε πολιτικά, πέτυχε μια σειρά από νίκες μέσα από τη μαζική κινητοποίηση και την άμεση δράση και αισθάνεται πλέον εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του.
Το κλειδί της υπόθεσης είναι ότι απαιτείται μια επαναστατική ηγεσία οπλισμένη με ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, ως η μόνη δύναμη που μπορεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του κόσμου για μια καλύτερη ζωή.
Translation: Μαρξιστική Φωνή (Greece)